Skip to main content

Brexit: Η Μέι παίζει το τελευταίο της χαρτί, το κοινοβούλιο τι κάνει;

Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]

Η Τερέζα Μέι έπαιξε το τελευταίο της χαρτί. Ακόμη και αν η πρόταση της «να θυσιάσει» τον πρωθυπουργικό θώκο για το καλό του Brexit αντιμετωπίστηκε εν πολλοίς ως κίνηση εκ τους ασφαλούς μία πρωθυπουργού που ούτως άλλως μετρούσε μέρες στην Ντάουνινγκ Στριτ, δεν παύει να είναι μία πρόταση, που αν μη τι άλλο θα έπρεπε να ικανοποιεί τους επικριτές της. Κι όμως. Ούτε η κίνηση αυτή της Μέι μπόρεσε να συσπειρώσει τους Βρετανούς βουλευτές μπροστά στο αδιέξοδο. Για πολλοστή φορά, το κοινοβούλιο ψήφισε και δεν αποφάσισε απολύτως τίποτα.

Η Βρετανίδα πρωθυπουργός δεν είναι διατεθειμένη να πέσει αμαχητί. Το έχει δηλώσει πολλές φορές άλλωστε ότι προτεραιότητά της είναι να πραγματώσει την επιθυμία του βρετανικού λαού, όπως αυτή εκφράστηκε στο δημοψήφισμα του 2016. Σε αυτή τη λογική κινείται και η πρότασή της: «Ψηφίστε τη συμφωνία μου κι έπειτα θα αποχωρήσω». Είναι όντως μία περίεργη ανατροπή της τυπικής πολιτικής, όπως σχολιάζει ο Ρόμπερτ Σίμλεϊ στους «Financial Times»: Εάν η Μέι αποτύχει (να περάσει τη συμφωνία της), μένει. Εάν κερδίσει, φεύγει.

Αυτό που είπε η Βρετανίδα πρωθυπουργός στους υπουργούς της πριν από τη χθεσινή ψηφοφορία είναι πως αντιλαμβάνεται πλήρως την επιθυμία για μία νέα προσέγγιση στο Brexit, αλλά και για νέα ηγεσία στην επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. Γι’ αυτόν τον λόγο δήλωσε ότι θα υποβάλει την παραίτησή της μετά τις 22 Μαΐου – τη νέα ημερομηνία για την έξοδο της χώρας από την Ένωση – αλλά θα παραμείνει έως την εκλογή νέου πρωθυπουργού.

Η πρότασή της ήταν αυτό που μήνες τώρα περίμεναν να ακούσουν ίσως οι μεγαλύτεροι πολέμιοί της σε όλη αυτήν την ιστορία. Οι ευρωσκεπτικιστές του Συντηρητικού Κόμματος και γενικά οι σκληροπυρηνικοί Brexiters και οι αντάρτες των Τόρις. Κάπως έτσι, εκείνοι που πριν από μερικές ώρες ήταν ανένδοτοι, όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον και ο πρώην ηγέτης του κόμματος Ίαν Ντάνκαν Σμιθ, ξαφνικά άρχισαν να βλέπουν τη συμφωνία με άλλο μάτι – «ίσως όχι και τη χειρότερη επιλογή».

Το πρόβλημα ωστόσο δεν λύνεται με τη στήριξη του Τζόνσον. Η Μέι χρειάζεται να κερδίσει και τους 75 αντάρτες της, προκειμένου να ανατρέψει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της 13ης Μαρτίου, οπότε η συμφωνία της με τις Βρυξέλλες απορρίφθηκε για δεύτερη φορά με 149 ψήφους. Χρειάζεται επίσης τη στήριξη του DUP, του μικρού ενωτικού κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο έως τη σύναψη της συμφωνίας στήριζε την εύθραυστη κυβέρνηση της Μέι, αλλά το λεγόμενο backstop τους έφερε σε τροχιά σύγκρουσης.

Το backstop, η πολιτική προστασίας που θέτουν ως προϋπόθεση οι Ευρωπαίοι ηγέτες, με σκοπό την αποφυγή των σκληρών ιρλανδικών συνόρων, είναι τροχοπέδη – από τα πιο σημαντικά – στη διαδικασία του Brexit και την έγκριση της συμφωνίας από το βρετανικό κοινοβούλιο.

Ενδεικτική της απόλυτης «ασυμφωνίας χαρακτήρων», απόψεων και του πολιτικούς χάους που σκεπάζει τη Βρετανία είναι η στάση του επικεφαλής της ομάδας των ευρωσκεπτικιστών των Τόρις (ERG), του Τζέικομπ Ρις-Μογκ. Τραβώντας άλλον δρόμο, ο Ρις-Μογκ ξεκαθάρισε ότι θα στηρίξει τη συμφωνία εάν κάνουν το ίδιο τουλάχιστον 10 βουλευτές του DUP. Την ίδια ώρα, ο αντιπρόεδρος της ERG, ο Στιβ Μπέικερ, άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί και να παραιτηθεί αντί να ψηφίσει τη συμφωνία.

Συνεπώς, όλα αλλάζουν και όλα παραμένουν πάντα ίδια στη βρετανική πολιτική. Τίποτα δεν είναι σαφές για την επόμενη φάση του Brexit. Ίσως όμως οι επιλογές αρχίζουν σταδιακά να μειώνονται. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός εκτιμάται ότι θα παλέψει για μία ακόμη φορά να περάσει τη συμφωνία, ίσως την Παρασκευή. Χωρίς τη στήριξη του DUP δεν φαίνεται να έχει πολλές ελπίδες.

Εάν πάλι δεν υπάρξει πρόοδος με τη συμφωνία εντός της εβδομάδας, είναι επίσης πιθανό τα βρετανικό κοινοβούλιο να επαναφέρει στη συζήτηση ορισμένες από τις οκτώ προτάσεις που καταψηφίστηκαν χθες.

Οι Βρετανοί βουλευτές, σχολιάζει ο Σίμλεϊ στους «Financial Times», μπορεί να αδυνατούν ακόμη να συμφωνήσουν σε μία επιλογή, ίσως όμως έχουν μειώσει τις εναλλακτικές λύσεις σε δύο επιλογές: τη μόνιμη τελωνειακή ένωση και ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Αμφότερα, σύμφωνα με τον Σίμλεϊ, έχουν περισσότερες πιθανότητες από τη συμφωνία.