Skip to main content

58 δισ. λίρες ετησίως το κόστος δασμών ενός «σκληρού» Brexit

Από την έντυπη έκδοση

Το επιπρόσθετο κόστος που θα επιβαρυνθούν οι επιχειρήσεις στη Βρετανία και στην Ε.Ε. σε περίπτωση που υπάρξει ένα «σκληρό» Brexit το 2019, αν δηλαδή δεν επέλθει συμφωνία που θα πλαισιώσει τις εμπορικές συναλλαγές, ενδέχεται να ανέλθει στα 58 δισ. λίρες το χρόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία έκθεσης για τη συμβουλευτική εταιρεία επενδύσεων Oliver Wyman και τη δικηγορική Clifford Chance.

Εκείνοι που θα επιβαρυνθούν περισσότερο είναι οι Ευρωπαίοι εξαγωγείς, καθώς το κόστος για να εξάγουν τα προϊόντα τους στο Ηνωμένο Βασίλειο υπολογίζεται πως θα φτάσει τα 31 δισ. λίρες το χρόνο, με τα υπόλοιπα 27 δισ. λίρες να επιβαρύνουν τις βρετανικές εξαγωγές. 

Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. το 2019, τότε οι βρετανικές επιχειρήσεις θα είναι αναγκασμένες να συναλλάσσονται εμπορικά με τα 27 κράτη-μέλη του μπλοκ υπό το καθεστώς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), του οποίου το ρυθμιστικό πλαίσιο με τους υψηλότερους δασμούς δεν έχει καμία σχέση με τους κοινοτικούς κανόνες περί ελεύθερου εμπορίου. 

Η τελωνειακή ένωση μεταξύ των κρατών-μελών είναι μία συμφωνία που επιτρέπει τη συναλλαγή εμπορευμάτων, υπηρεσιών και χρημάτων, χωρίς να επιβαρύνονται με τέλη ή φόρους όταν διακινούνται από και προς χώρα της Ε.Ε.

Ο κλάδος που αναμένεται να πληγεί περισσότερο από τη μη επίτευξη συμφωνίας για το Brexit είναι ο χρηματοπιστωτικός, από τη στιγμή που οι μεγαλύτερες τράπεζες και οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να μεταφέρουν τις κεντρικές εγκαταστάσεις τους, σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο εντός Ε.Ε., για να εξυπηρετούν τους πελάτες τους, από το Λονδίνο όπου βρίσκονται σήμερα. 

Ήδη οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, όπως η Morgan Stanley, η JP Morgan και η Goldman Sachs, έχουν ανακοινώσει σχέδια για να μετακομίσουν τα κεντρικά τους υποκαταστήματα στην Ευρώπη, με τη Φραγκφούρτη και το Παρίσι να φέρονται ως οι επικρατέστερες πόλεις. Υπολογίζεται πως πάνω από 10.000 θέσεις εργασίας θα χαθούν στον χρηματοπιστωτικό κλάδο μόνο στο Λονδίνο.

Στον αντίποδα, οι αυτοκινητοβιομηχανίες ή οι κατασκευάστριες αεροσκαφών που θα αναγκαστούν να στραφούν σε εγχώριους προμηθευτές θα αντισταθμίσουν κάπως το κόστος, αφού είναι αδύνατο να μετακινήσουν ολόκληρα εργοστάσια ή ολόκληρες γραμμές παραγωγής. 

Μαζί με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, η αυτοκινητοβιομηχανία, η γεωργία μαζί με τα τρόφιμα και τα ποτά, ο κλάδος των χημικών και των πλαστικών και οι εταιρείες που εμπορεύονται είδη ευρείας κατανάλωσης θα είναι εκείνες που θα επιβαρυνθούν με το 70% του συνολικού κόστους.

Τα πράγματα δείχνουν ακόμα πιο δυσοίωνα για τις μικρομεσαίες και τις μικρές επιχειρήσεις, αφού ενδεχόμενη αύξηση στις εξαγωγές των προϊόντων τους, θα τα καταστήσει πιο ακριβά με άμεσο κίνδυνο να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης, λόγω της αυξημένης τιμής. 

Μία πιθανή εμπορική συμφωνία πολύ κοντά στο περίγραμμα εκείνης που ισχύει στην Ε.Ε., ενδέχεται να μειώσει τελικά το κόστος στα 14 δισ. λίρες το χρόνο για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και στα 17 δισ. λίρες για τις βρετανικές. 

«Οι εξαγωγείς που θα αντιληφθούν πλήρως τους κινδύνους και θα καταρτίσουν τα σχέδιά τους με γνώμονα αυτούς τους κινδύνους, είναι και εκείνοι που στο τέλος θα αποκομίσουν τα οφέλη που μπορεί να προκύψουν από το Brexit» τονίζει η Τζέσικα Γκλαντστόουν, εταίρος στην Clifford Chance.