Skip to main content

ΣτΕ: Επιστροφή διαβατηρίου σε γνωστό εφοπλιστή

Την επιστροφή του διαβατηρίου σε γνωστό εφοπλιστή που του είχε αφαιρεθεί αποφάσισε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Συγκεκριμένα, μετά την ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος που είχε ασκηθεί σε βάρος του εφοπλιστή, είχε αφαιρεθεί από τη διεύθυνση διαβατηρίων της ΕΛ.ΑΣ το διαβατήριό του και γιατί του είχε επιβληθεί η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Επειδή όμως η εισαγγελική διάταξη της απαγόρευσης δεν είχε επικυρωθεί από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ο εφοπλιστής είχε προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να του επιστραφεί το διαβατήριό του, αίτημα που του είχε αρνηθεί η ΕΛ.ΑΣ.

Η υπόθεση αρχικά είχε κριθεί από το Δ τμήμα του ΣτΕ, ωστόσο, λόγω σπουδαιότητας, παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για οριστική κρίση.

Σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 357/2020 απόφασή τους, οι Σύμβουλοι έκριναν ότι ναι μεν η χορήγηση ή η αφαίρεση του διαβατηρίου σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης είναι συνταγματικώς ανεκτή, ωστόσο, εάν το αρμόδιο δικαστικό όργανο κρίνει εν όψει  νεότερων δεδομένων ότι δεν ισχύει η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, τότε δεν είναι συνταγματικά νοητό να μην επιστραφεί το διαβατήριο.

«Εάν το δικαστικό όργανο, εκκρεμούσης της ποινικής  διώξεως για κακούργημα, χωρίσει σε περαιτέρω δικονομικές διαδικασίες και ενέργειες και κρίνει τυχόν, εν όψει των νεότερων δεδομένων, ότι δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα και, κατά συνεκδοχή η μη χορήγηση ή η αφαίρεση του διαβατηρίου, δεν είναι, κατά το Σύνταγμα, νοητή η εν τούτοις διατήρηση του μέτρου ευθέως εκ του νόμου ή με πράξη διοικητικού οργάνου”, αναφέρουν οι Σύμβουλοι και προσθέτουν:

«Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, θα συνέτρεχε το άτοπο να έχει κριθεί με πράξη δικαστικού οργάνου, κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεως, ότι δεν συντρέχουν, για μια συγκεκριμένη πράξη, τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος, οι κατά το Σύνταγμα και τον νόμο προϋποθέσεις για την διατήρηση του απαγορευτικού της ελεύθερης κυκλοφορίας Έλληνα και Ευρωπαίου πολίτη μέτρου, αλλά παρά ταύτα, το μέτρο να διατηρείται σε ισχύ, και μάλιστα για αόριστο χρόνο, είτε ευθέως εκ του νόμου, είτε δυνάμει διοικητικής πράξεως.  Τούτο, διότι σε αμφότερες τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις έχει αρχικώς εκτιμηθεί προηγούμενο στοιχείο, δηλαδή μόνη η άσκηση της ποινικής διώξεως, ενώ, ήδη, κατά την πρόοδο της δικαστικής διαδικασίας για το αυτό κακούργημα, η αρμοδίως ενεργούσα δικαστική αρχή κρίνει επιγενομένως ότι δεν δικαιολογείται , πλέον, η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου».

Μάλιστα, η Ολομέλεια του ΣτΕ διευκρινίζει ότι «Ουδεμία δε εν προκειμένω ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι εν λόγω διατάξεις (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αφ’ ενός  και πδ 25/2004 αφ’ ετέρου) αναφέρονται σε εν μέρει διαφορετικά πλημμελήματα, διότι κρίσιμα εν προκειμένω δεν είναι τα διαφοροποιούμενα αυτά πλημμελήματα, αλλά ένα και το αυτό, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αποδιδόμενο κακούργημα, για τα αυτά πραγματικά περιστατικά».

naftemporiki.gr