Φορέα αντικοινωνικών προτάσεων χαρακτήρισε ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), καταλογίζοντάς του ότι οι περισσότερες εκ των θεραπειών που έχει προτείνει μέχρι τώρα, κινούνται σε λανθασμένη κατεύθυνση καθώς «είναι “copy – paste” από αντίστοιχες θεραπείες σε υποανάπτυκτες χώρες», όπως είπε.
Σε συνέντευξή του στο δίκτυο Russia Today, ο κ. Βούτσης διατύπωση την απορία «ποια πολιτική απόφαση πριν από έξι χρόνια οδήγησε, με αφορμή την Ελλάδα, για πρώτη φορά στην ιστορία του το ΔΝΤ να απασχοληθεί ως ισότιμος εταίρος με μια Ε.Ε. η οποία έχει τους δικούς της κανόνες» και επέμεινε ότι τα σκληρά μέτρα προτείνονται ιδιαίτερα από το ΔΝΤ και όχι από την Ε.Ε..
«Η επιμονή για περαιτέρω οριζόντιο κόψιμο των συντάξεων, των μισθών και των κοινωνικών επιδομάτων και για απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και για να μην υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις είναι ένα πακέτο που έρχεται ολόκληρο από το ΔΝΤ. Δεν είναι μέσα στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, στο οποίο επιμένουμε εμείς», δήλωσε και πρόσθεσε ότι «το πρόβλημα με τους άλλους θεσμούς, δηλαδή με τις Βρυξέλλες ή την ΕΚΤ και, κυρίως, με την πολιτική Σόιμπλε, είναι ότι θέλουν πολύ υψηλά ετήσια πλεονάσματα, δηλαδή 3,5% για πολλά χρόνια, πράγμα το οποίο είναι εντελώς αδύνατο για μια οικονομία η οποία βρίσκεται σε ύφεση εδώ και επτά χρόνια. Και αυτό είναι μια αυτοκαταστροφική έλικα».
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος της Βουλής, η κυβέρνηση έχει προτείνει πλεονάσματα της τάξεως του 2-2,5%. «Να είναι πραγματικό πλεόνασμα και για τη χρέωση και για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και 1 ή 1,5% από το πλεόνασμα να δίνεται κατευθείαν για κοινωνικές παροχές ή για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτή την προσπάθεια συμβιβασμού κάνουμε σε αυτή τη φάση», εξήγησε.
Αναφερόμενος ο κ. Βούτσης στη στάση της Γερμανίας στο ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους είπε: «Το μεγαλύτερο ποσό από αυτό που έχει δανειστεί η Ελλάδα έχει επιστραφεί με άμεσους ή έμμεσους τρόπους στους δανειστές και τους εταίρους, στις τράπεζές τους, και ιδιαίτερα στη Γερμανία. Ενδεχομένως, μάλιστα, αυτά τα χρόνια να είναι θετικό το πρόσημο του τι έχει κερδίσει η Γερμανία σε σχέση με αυτά που έχει δανείσει. Άρα δεν είναι οικονομική η συζήτηση που γίνεται. Θα έλεγα πως είναι σαφώς πολιτική συζήτηση, όχι ακριβώς ιδεολογική –αριστερά έναντι δεξιάς– αλλά πολιτική με την έννοια σε ποια κατεύθυνση θα βαδίσει η Ε.Ε. για να γίνει μια οικονομική δύναμη, ανταγωνιστική, υπολογίσιμη».
Είπε επίσης ότι «υπάρχει υποκρισία στις διεθνείς σχέσεις, την οποία υφιστάμεθα, διότι είναι άλλα μέτρα και άλλα σταθμά, αλλιώς συμπεριφέρονται ως προς τους κανόνες της Ε.Ε. έναντι της χώρας μας για το χρέος και αλλιώς τους επικαλούνται όταν πρόκειται για την προσφυγική κρίση».
«Αντιλαμβάνεστε ότι η χώρα μου είναι στο όριο της ανθρωπιστικής καταστροφής» τόνισε μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος της Βουλής. «250 χιλιάδες νέοι επιστήμονες έχουν φύγει, ως το πιο πολύτιμο κεφάλαιο, διότι η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι δημόσια, είναι κρατική. Είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, επενδεδυμένο κεφάλαιο, το οποίο έχει πάει έτοιμο στην κυρία Μέι, στη Μεγάλη Βρετανία, στον κύριο Ολάντ και στην κυρία Μέρκελ. Έτοιμοι επιστήμονες, γιατροί, μηχανικοί… Και αν αυτό συνεχιστεί, η Ελλάδα και όχι μόνο, τα Βαλκάνια γενικότερα, θα οδηγηθούν στο να είναι μια ειδική οικονομική ζώνη, εντελώς ανισότιμη, στο πλαίσιο της Ε.Ε. Αυτή η πορεία πρέπει να σταματήσει».