Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Έμμεση απάντηση στον Πάνο Καμμένο που τάραξε για άλλη μία φορά τα κυβερνητικά νερά χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία των Πρεσπών «πολιτικά νεκρή» μετά τις δηλώσεις Ζάεφ, έδωσε χθες ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από τη Μόσχα, στο πλαίσιο της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν.
«Για εμάς το όνομα Μακεδονία είναι κομμάτι της ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς μας. Και για αυτό θεωρώ ότι η συμφωνία των Πρεσπών θέτει το ζήτημα σε δίκαιη βάση και αντιμετωπίζουμε το θέμα των διενέξεων που θα αποσταθεροποιούσαν την περιοχή» είπε ο πρωθυπουργός, απαντώντας παράλληλα και στις φήμες – που φούντωσαν από χθες – και τον θέλουν να σκέπτεται ξανά τη στάση της κυβέρνησης έναντι της συμφωνίας, ιδίως μετά τα ατοπήματα του Ζόραν Ζάεφ.
Το βέβαιο είναι ότι οι προκλητικές δηλώσεις των τελευταίων ημερών από τον Σκοπιανό πρωθυπουργό έχουν φέρει σε δύσκολη θέση το Μαξίμου. Η γραμμή που ακολούθησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αλλά και άλλοι υπουργοί και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο κ. Ζάεφ υπερβάλλει, στην προσπάθειά του να περάσει τη συμφωνία από το δικό του κοινοβούλιο, δεν περνά στην ελληνική κοινή γνώμη, ούτε καν στον κυβερνητικό εταίρο Πάνο Καμμένο.
Τα πράγματα δυσκολεύουν για την κυβέρνηση, καθώς όλα δείχνουν ότι η «εναλλακτική πλειοψηφία» στην οποία στηριζόταν για να περάσει τη συμφωνία από τη Βουλή «τρίζει». Μετά τις δηλώσεις Ζάεφ, βουλευτές από το Ποτάμι, το Κίνημα Αλλαγής, αλλά και ανεξάρτητοι βουλευτές που έχουν πει ότι θα στηρίξουν τη συμφωνία στη Βουλή, τώρα εκφράζουν τους προβληματισμούς τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στον ρ/σ 247 κάλεσε χθες το Ποτάμι «να ζυγίσει καλά τα δεδομένα και να αποφασίσει όχι με όρους κοντόφθαλμους, αλλά με βάση μια θέση αρχών».
Συζήτηση υπάρχει και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπου ενδεικτική είναι η χθεσινή τοποθέτηση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Ξυδάκη, ο οποίος είναι θερμός υποστηρικτής της συμφωνίας. «Ήδη τον βάλαμε και τα μάζεψε και θα τα ξαναμαζέψει. Πρέπει να περάσει κι αυτός τα εμπόδια. Πρέπει να διευκολύνουμε, αλλά δεν πρέπει να είμαστε και υποχωρητικοί. Γι’ αυτό και εξεπέμφθη ένα ξαφνικό, σκληρό, δυνατό κύμα δυσφορίας προς τα Σκόπια και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος εκφράζει την ελληνική βούληση, και από τις κυβερνητικές πηγές» είπε ο κ. Ξυδάκης για τη στάση του κ. Ζάεφ.
Όταν όμως ρωτήθηκε ποιο είναι το μέλλον της συμφωνίας, στο ενδεχόμενο που ο κ. Ζάεφ συνεχίσει – όπως συνέχισε -, ο κ. Ξυδάκης απάντησε: «Ο γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Στόλτενμπεργκ, είπε ότι ή θα τα ψηφίσεις όλα ή δεν έχει. Έχουμε κάθε στιγμή κι εμείς το δικαίωμα αν αυτός ερμηνεύει κατά το δοκούν τη συμφωνία των Πρεσπών να την ερμηνεύσουμε κι εμείς σύμφωνα με αυτό που έχουμε μπροστά μας, γράμμα και πνεύμα και περιεχόμενο και να την σπάσουμε. Δηλαδή να φτάσουμε σε αθέτηση».
Με βάση την καταμέτρηση πριν από τις δηλώσεις Ζάεφ που αλλάζουν το εσωτερικό σκηνικό, στους 145 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προστίθετο ο Θ. Παπαχριστόπουλος και η Ελ. Κουντουρά από τους ΑΝΕΛ, ο ανεξάρτητος βουλευτής Χάρης Θεοχάρης, ο βουλευτής του Ποταμιού Σπύρος Δανέλλης και η υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Κατερίνα Παπακώστα, η οποία είδε προχθές τον πρωθυπουργό για να του εκφράσει τους προβληματισμούς της για το κλίμα που δημιιουργείται στη χώρα μετά τις δηλώσεις Ζάεφ περί αιγαιατών Μακεδόνων, διδασκαλίας της «μακεδονικής γλώσσας» από τα ελληνικά σχολεία, αλλά και μακεδόνες και μακεδονική γλώσσα που θα υπάρχουν την επομένη της Συμφωνίας των Πρεσπών, καθώς – όπως είπε ο κ. Ζάεφ -η «Βόρεια Μακεδονία» είναι ντροπή.
Στην κυβέρνηση επικρατεί στάση αναμονής, αλλά και η εκτίμηση ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα εξελιχθεί σε καταλύτη πολιτικών εξελίξεων, όπως ευρέως συζητείται το τελευταίο διάστημα. Επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στην ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στην πολιτική συγκέντρωση που διοργανώνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο Παλέ Ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης την ερχόμενη Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου και δεν επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν δεύτερες σκέψεις έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών, επιμένοντας ότι υπάρχει πλειοψηφία στη Βουλή που θα τη στηρίξει «όταν έρθει η ώρα», την οποία προσδιορίζουν μέσα Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου.