Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Γκλεζάκου
Καθηγητής Χρηματοοικονομικής
Γιατί ήταν αναγκαίο το QE: Όπως είναι γνωστό, μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η ευρωπαϊκή οικονομία είχε χάσει τη δυναμική της και κινδύνευε να εγκλωβιστεί στο καταστροφικό σπιράλ του αποπληθωρισμού που απειλούσε να απομακρύνει την προοπτική της ανάκαμψής της. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση και να μπουν τα θεμέλια για μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη ανάπτυξη, πρώτη αναγκαία προϋπόθεση ήταν η άμεση και σημαντική αύξηση της ρευστότητας της οικονομίας και μάλιστα με μειωμένο κόστος κεφαλαίων. Μια τέτοια εξέλιξη θα ευνοούσε τόσο την ανάπτυξη όσο και την άνοδο του πληθωρισμού στα επιθυμητά επίπεδα.
Για να εξυπηρετήσει αυτή τη σκοπιμότητα, η ΕΚΤ εγκαινίασε τον Μάρτιο 2015 το «Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης» (Quantitative Easing – QE), που θα κινητοποιούσε σταδιακά τον μηχανισμό της ανάπτυξης και σταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας ως εξής:
1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα δημιουργούσε νέο χρήμα, ακάλυπτο, με σκοπό να το διοχετεύσει στην αγορά και να ενισχύσει τη ρευστότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, σε μία περίοδο που οι επιχειρήσεις δίσταζαν να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους.
2. Το χρήμα αυτό δεν θα χαριζόταν. Έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα να «μαζευτεί» πάλι, όταν η οικονομία δεν θα χρειαζόταν τέτοιου είδους στήριξη, γιατί αν αφηνόταν θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά. Γι’ αυτό επιλέχθηκε η διαδικασία της αγοράς ομολογιών από τις τράπεζες. Έτσι, το νέο χρήμα της ΕΚΤ θα πήγαινε στις τράπεζες, δημιουργώντας πίεση ρευστότητας και επομένως δίνοντάς τους κίνητρο να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους, μεταφέροντας κεφάλαια στην οικονομία. Η ΕΚΤ, από την άλλη πλευρά, θα κρατούσε τα ομόλογα αυτά, τα οποία κατά τη λήξη τους θα της έφερναν πίσω τα χρήματα που διέθεσε για την αγορά τους και θα μπορούσε να ακυρώσει αντίστοιχα το ακάλυπτο χρήμα που δημιούργησε, επαναφέροντας την ισορροπία στην ευρωπαϊκή οικονομία.
3. Όσο η ΕΚΤ θα συνέχιζε να αγοράζει ομολογίες, η ποσότητα του διαθέσιμου χρήματος θα αυξανόταν με συνέπεια τη μείωση των επιτοκίων. Έτσι, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές μπορούν να δανείζονται περισσότερα χρήματα με χαμηλότερο κόστος.
4. Αυτός ο συνδυασμός αυξημένης ρευστότητας και μειωμένου κόστους κεφαλαίου, προφανώς θα έδινε ώθηση στην κατανάλωση και τις επενδύσεις.
5. Η αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων θα κινητοποιούσε τον μηχανισμό της οικονομικής ανάπτυξης, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, αύξηση εισοδημάτων, νέες επενδύσεις κ.λπ. Παράλληλα, θα απομάκρυναν τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού και θα έφερναν τον πληθωρισμό στα επιθυμητά επίπεδα (2%).
Β. Το QE δούλεψε καλά, αλλά εμείς μείναμε απέξω: Αυτός ο σχεδιασμός φαίνεται ότι «βγήκε» και γι’ αυτό η ΕΚΤ αποφάσισε να μειώσει σε πρώτη φάση τον όγκο των χορηγούμενων (μέσω του QE) κεφαλαίων και σε δεύτερη φάση να κλείσει τη στρόφιγγα οριστικά, αφού πλέον (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της) η ευρωπαϊκή οικονομία δεν χρειάζεται «δεκανίκια» για να συνεχίσει τη θετική πορεία της. Ειδικότερα, οι επικρατούσες σκέψεις είναι να συνεχιστεί ως έχει μέχρι τον Δεκέμβριο 2017 (μηνιαίες αγορές ομολόγων 60 δισ.), να περιοριστεί στα 30 δισ. από τον Ιανουάριο του 2018 και να «κατεβάσει ρολά» τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Αν επιχειρήσουμε έναν πρόχειρο απολογισμό, θα δούμε ότι από τον Μάρτιο του 2015 μέχρι σήμερα έχουν χορηγηθεί 2,2 τρισ. ευρώ, ενώ αναμένονται άλλα 450 δισ. μέχρι τη λήξη, που ανεβάζουν τον λογαριασμό κοντά στα 2,7 τρισ. ευρώ, ένα ποσό δηλαδή που αντιστοιχεί στο 20% του ΑΕΠ των 28 χωρών-μελών της Ε.Ε. (ή 25% αν αφαιρέσουμε τη Μεγάλη Βρετανία). Για να καταλάβουμε το μέγεθος της ρευστότητας που χορηγήθηκε στην αγορά, θα το ανάγουμε στα δικά μας μεγέθη: Είναι σαν να «έπεσαν» στη δική μας οικονομία 35 με 45 δισ. τα τελευταία 4 χρόνια.
Μπορείτε να φανταστείτε πόσες επιχειρήσεις θα είχαν σωθεί; Πόσες θέσεις εργασίας θα είχαν δημιουργηθεί; Πόσο θα είχε αυξηθεί το εισόδημά μας; Κι όμως, από αυτά τα 2.200 δισ. ευρώ, δεν πήραμε ούτε δεκάρα! Όχι γιατί μας εξαίρεσαν, αλλά γιατί αυτοεξαιρεθήκαμε. Όταν έπρεπε να κάνουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα έσπρωχναν την οικονομία μπροστά, εμείς προτάσσαμε χίλιες δυο δικαιολογίες για να μη θίξουμε τα κακώς κείμενα και εφευρίσκαμε εχθρούς μέσα-έξω για να πείσουμε τους συμπατριώτες μας ότι άλλοι έφταιγαν για τα δεινά μας. Το αποκορύφωμα αυτής της ασυγχώρητης τακτικής ήταν το φιάσκο του 2015, τότε που στέλναμε τον υπουργό Οικονομικών στις συνεδριάσεις του Eurogroup για να πείσει τους Ευρωπαίους ότι «αρμένιζαν στραβά» και έπρεπε να δεχτούν να τους φέρουμε στον ίσιο δρόμο. Τότε που μείναμε εκτός προγράμματος (εκτός αγορών ήμασταν ήδη) και γι’ αυτό, όχι μόνο στο QE δεν μπορούσαμε να συμμετάσχουμε, αλλά ούτε και στον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας, τον ELA (μας προειδοποιούσε ο Ντράγκι ότι αν δεν αλλάξουμε ρότα εκεί θα καταλήξουμε, αλλά εμείς κάναμε ότι δεν καταλαβαίναμε). Αλλά μήπως ελπίζουμε να πάρουμε κάτι από τα 500 δισ. που απομένουν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018; Στην καλύτερη περίπτωση για εμάς, αν βέβαια αλλάξουμε μυαλά και προσγειωθούμε στην πραγματικότητα, δεν θα ξεπεράσουμε τα 5 δισ. (από τα 2.700 συνολικά!).
Τέλος πάντων, ας αφήσουμε τη δική μας μιζέρια και ας ξαναγυρίσουμε στο QE. H ΕΚΤ πήρε την απόφαση τερματισμού του QE μετά τη διαπίστωση ότι οι στόχοι αυτού του εγχειρήματος επιτεύχθηκαν. Αναλυτικότερα, η ευρωπαϊκή οικονομία γύρισε σε βιώσιμη ανάπτυξη και ο πληθωρισμός φαίνεται ότι θα προσεγγίσει τον στόχο του 2%. Πάντως, η ΕΚΤ άφησε το παράθυρο ανοιχτό για κάθε ενδεχόμενο: Αν οι σημερινές εκτιμήσεις (για πληθωρισμό και ανάπτυξη) δεν επιβεβαιωθούν, τότε το QE θα συνεχιστεί και μετά τον Σεπτέμβριο του 2018. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η ΕΚΤ θα έχει στη διάθεσή της σημαντικά κεφάλαια, τα οποία θα ρέουν προς αυτήν λόγω της λήξης των ομολόγων που έχει αγοράσει (στα πλαίσια του QE), κατά τα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα, το 2018 θα εισρεύσουν 100 δισ. ευρώ, το 2019 θα εισπραχθούν 130 δισ. ευρώ και αυτό θα συνεχιστεί με επιταχυνόμενους ρυθμούς το 2020 και μετά. Αυτά τα κεφάλαια η ΕΚΤ έχει την ευχέρεια να τα χρησιμοποιήσει για αγορές ομολόγων κ.λπ. στο πνεύμα του QE. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ, παρά το ότι όρισε την ημερομηνία λήξης του QE, έχει και τη βούληση και τα κεφάλαια να συνεχίσει τη χορήγηση ρευστότητας στην ευρωπαϊκή οικονομία για πολύ καιρό ακόμη, αν αυτό κριθεί απαραίτητο.
Το QE αποτελεί μια τρανταχτή απόδειξη ότι υπάρχουν ακόμη εργαλεία τα οποία μπορούν να βοηθήσουν την οικονομία όταν οι παραδοσιακοί μηχανισμοί έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους. Προφανώς δεν θα μπορούσε να δουλέψει σε οικονομίες με μαλακά νομίσματα, γιατί θα εκτόξευε τον πληθωρισμό και θα τις αποδιοργάνωνε.
Δούλεψε καλά στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία, στη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση γιατί τα νομίσματά τους είναι παγκοσμίως αποδεκτά και παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις τους παραμένουν ισχυρά. Στις πιο πάνω οικονομίες διοχετεύθηκαν (από μηχανισμούς τύπου QE) πάνω από 8 τρισεκατομμύρια δολάρια ακάλυπτο χρήμα! Κι όμως, o πληθωρισμός κρατήθηκε πολύ χαμηλά και οι νομισματικές ισοτιμίες δεν παρουσίασαν προβληματικές διακυμάνσεις. Αυτό συνέβη γιατί, με δεδομένη την εμπιστοσύνη στα αντίστοιχα νομίσματα, η πλεονασματική ρευστότητα διοχετεύθηκε στις αγορές ομολογιών, μετοχών και ακινήτων, αφήνοντας την οικονομία να λειτουργήσει σχεδόν κανονικά. Για παράδειγμα, ο Dow Jones που στη χρηματιστηριακή υπερβολή του 1999 είχε μόλις ακουμπήσει τις 12.000 μονάδες, σήμερα κινείται πάνω από τις 23.000 μονάδες. Επίσης, οι αποδόσεις των ασφαλών ομολόγων κινούνται σε αρνητικά επίπεδα.
Προφανώς το μεγάλο ζητούμενο, τώρα, είναι να ομαλοποιηθούν οι τρεις αυτές αγορές κεφαλαίου, που αναμφίβολα έχουν αποκτήσει χαρακτηριστικά φούσκας. Αυτή είναι η επόμενη πρόκληση για την ΕΚΤ, τη Fed και τις άλλες αντίστοιχες αρχές.