Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ.Παπαγιαννίδη
[email protected]
Αν δεν ζούσαμε στην Ελλάδα του συνεχούς και επιθετικού διαγκωνισμού των πολιτικών δυνάμεων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια ιδιότυπη ευγενής άμιλλα προέκυψε από την τοποθέτηση πρωθυπουργού και αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης στη ΔΕΘ. Αναφερόμαστε στην επισήμανση μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης και κοινωνικοασφαλιστικής αναπροσαρμογής – προς μια κατεύθυνση ελάφρυνσης. Ασφαλώς με διαφοροποιήσεις, όμως με έναν ενδιαφέροντα όμοιο πυρήνα. Άμα δει κανείς την τοποθέτηση Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, που είναι και η πιο πρόσφατη, τι βλέπει; Μετρήστε:
Μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή (μέχρι 10.000 ευρώ) στο 9%, ΦΠΑ στην εστίαση 13% και στο τουριστικό πακέτο 11%, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, μείωση πραγματικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη στο 24%, ΕΝΦΙΑ κάτω κατά 30% για όλους (και με υπολογισμό/είσπραξη από τους δήμους), τριετή αναστολή ΦΠΑ στον κατασκευαστικό τομέα και έκπτωση φόρου 40% για τις ενεργειακές παρεμβάσεις -όλα αυτά με δέσμευση για εφεξής σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου-, συν μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Η σύγκριση με το μενού Τσίπρα, μια βδομάδα νωρίτερα, δείχνει διαφοροποιήσεις στους συντελεστές, αλλά και διαρθρωτικές: δεν είναι μικρή υπόθεση η μετακίνηση του ΕΝΦΙΑ στους δήμους, ούτε πάλι η αναφορά στη μείωση ασφαλιστικών εισφορών, αλλά με ανταποδοτικότητα στη φάση της συνταξιοδότησης, που θα εξασφαλίζεται από τη διαμόρφωση «ατομικού λογαριασμού κάθε ασφαλισμένου», με περαιτέρω προαιρετική ιδιωτική ασφάλιση «με γενναία φορολογικά κίνητρα». Όμως ο βασικός πυρήνας είναι παρόμοιος: δείχνει κάτι που τολμούμε να ονομάσουμε συναίνεση της ανάγκης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μερίμνησε να τονίσει τα στοιχεία διαφοροποίησης, αλλά και τις κατ’ αυτόν θεμελιώδεις διαφορές στο φόντο άσκησης πολιτικής. Εκείνο που διέγνωσε ως περιορισμό κινήσεων λόγω παραμονής της χώρας εκτός αγορών («η χώρα απολύτως εκτεθειμένη στις ορέξεις των αγορών όταν τελειώσει το μαξιλάρι»), ή πάλι ως μονόπλευρο μίγμα πολιτικής με βάση την υψηλή φορολόγηση («εγκλωβισμός σε κύκλο στασιμότητας») και τούτο με σύμπλευση των δανειστών («δυστυχώς οι θεσμοί συμφώνησαν σε λάθος μίγμα πολιτικής και ιδίως σε πολιτική υπερπλεονασμάτων»). Πάντως… το κοινό υπόστρωμα ελαφρύνσεων παραμένει για όποιον θέλει να το δει.
Επειδή όμως και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας θέλησαν να δείξουν ότι πλησιάζουν στον πυρήνα των προβλημάτων της οικονομίας, θα καταθέσουμε -κλείνοντας τις ημέρες ΔΕΘ- μια αρκετά διαφορετική ανησυχία:
Έπειτα από μακρό διάστημα όπου το ισοζύγιο, η «άλλη» πλευρά του δίδυμου ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας είχε πάψει να αποτελεί πονοκέφαλο (δημοσιονομικό έλλειμμα που με τα άγρια μέτρα των μνημονίων μετατράπηκε όχι απλώς σε πρωτογενές πλεόνασμα αλλά στιγμές-στιγμές και σε συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα – έλλειμμα στο ισοζύγιο όπου η συμπίεση της ζήτησης, αλλά και η ανάκαμψη των εξαγωγών, βάσει ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας είχε διορθώσει την εικόνα), κάποια ερωτηματικά άρχισαν να προκύπτουν και πάλι. Είχε ήδη χτυπήσει το καμπανάκι το ΙΟΒΕ, άλλωστε… Ενώ δηλαδή η πορεία στους πρώτους μήνες -5μηνο- συνέχιζε να είναι θετική, με τις εισαγωγές να υπερσυγκρατούνται (μικρή αύξηση κατά 2,2% συμπιεζόμενη σε μείωση -1,2% χωρίς τα πετρελαιοειδή, που πάντα χρειάζονται διαφορετική προσέγγιση με δεδομένο τον ρόλο της διύλισης στην ελληνική οικονομία) και τις εξαγωγές να πηγαίνουν καλά (αύξηση 14,4%, χωρίς τα πετρελαιοειδή 18,4%), η συνέχεια έφερε κάποιον προβληματισμό.
Ο Ιούλιος διατάραξε κάπως την πορεία με το 7μηνο να δίνει εισαγωγές αυξημένες κατά 7,5% -χωρίς τα πετρελαιοειδή 1,9%-, ενώ οι εξαγωγές συνέχιζαν αυξητικά αλλά με ένα +16,5% – χωρίς τα πετρελαιοειδή +13%. Η συνολική εικόνα είναι λιγότερο σαφής άμα χειριστεί κανείς χωριστά το στοιχείο εκείνο εισαγωγών/εξαγωγών που καταγράφεται ως «πλοία», όπου το ένα μεν σκέλος -οι εισαγωγές- επηρεάζει τις συνολικά καταγραφόμενες επενδύσεις (όπου μέρος της πρόσφατης λαχτάρας από πτωτική καταγραφή αναγόταν σε παλιότερη σοβαρή άνοδο αυτής της κατηγορίας), ενώ το άλλο -οι εξαγωγές- αντικατοπτρίζει μια κάποια αναγέννηση της ναυπηγικής δραστηριότητας.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, το ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης του εμπορικού ισοζυγίου είναι κάτι που καλό θα ήταν να έχει κρατηθεί απ’ όλους όσοι σχεδιάζουν εκείνο που λέγεται «μεταμνημονιακή οικονομική πολιτική», πέρα και (ίσως) πάνω από την τήρηση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων. Άλλωστε μόλις προ ημερών ο Κωστής Χατζηδάκης, σε συζήτηση/αντιπαράθεση απόψεων με τον Στέργιο Πιτσιόρλα, παρατηρούσε ότι στο διάστημα από το 2010 μέχρι σήμερα μπορεί οι ελληνικές εξαγωγές να αυξήθηκαν, αλλά… ο ρυθμός βελτίωσής τους δεν έπαψε να υπολείπεται του ρυθμού αύξησης του διεθνούς εμπορίου – των «έξι».
Άμα λοιπόν η μέριμνα για την ανταγωνιστικότητα αληθινά αρχίζει να ριζώνει στην «Ελλάδα-μετά-τα-μνημόνια», αυτή η διάσταση θα χρειαζόταν να φωτισθεί περισσότερο.