Του Ιωάννη Παπαδόπουλου
αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε, στην υπόθεση Schrems κατά Facebook, να απορρίψει την αίτηση του Αυστριακού δικηγόρου Maximilian Schrems να εκπροσωπήσει δικαστικά 25.000 Ευρωπαίους καταναλωτές σε μια συλλογική αγωγή κατά του γίγαντα των κοινωνικών μέσων δικτύωσης Facebook. Ερμηνεύοντας τον Κανονισμό της ΕΕ 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο κ. Schrems «δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τους καταναλωτές για το σκοπό μιας συλλογικής αγωγής (collective action)», αλλά μπορεί να εναγάγει την Facebook μόνο ατομικά.
Ο Schrems είναι παλιός γνώριμος του Δικαστηρίου της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Ως ενάγων, είχε ανοίξει νέους δρόμους στον ευρωπαϊκό και διεθνή νομικό πολιτισμό, καθώς μια παλαιότερη αγωγή του κατά της εταιρείας Facebook σχετικά με τη μεταφορά των προσωπικών δεδομένων των χρηστών από την ΕΕ στις ΗΠΑ κατέληξε το 2015 σε μια πολύκροτη απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε η διεθνής συμφωνία «Ασφαλές Λιμάνι» (Safe Harbour) για την μεταφορά δεδομένων μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ και αντικαταστάθηκε τον Ιούλιο του 2017 από την τωρινή συμφωνία «Ασπίδα Ιδιωτικότητας» (Privacy Shield). Αυτήν την φορά, ο δικαστικός πειραματισμός του Schrems είχε δικονομικό αντικείμενο: υπέβαλε μια συλλογική αγωγή (class action) το 2014 ζητώντας από το Δικαστήριο της ΕΕ να εκπροσωπήσει καταναλωτές από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες στην ένδικη διαφορά τους με την Facebook λόγω παραβίασης του δικαίου της ΕΕ σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Μαζί του συντάχθηκε το πανίσχυρο λόμπυ των Ευρωπαίων καταναλωτών BEUC, επιδιώκοντας ουσιαστική πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, καθώς μια συλλογική αγωγή καθιστά ευκολότερη και φθηνότερη την διεκδίκηση δικαιωμάτων από χρήστες μαζικών υπηρεσιών, όπως είναι αυτές του Facebook.
Η BEUC και διάφορες οργανώσεις δικηγόρων πιέζουν ανεπιτυχώς εδώ και χρόνια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρουσιάσει πρόταση νομοθεσίας που να επιτρέπει τις συλλογικές αγωγές σε Ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να υπερπηδηθούν τα νομικά, τεχνικά και οικονομικά εμπόδια στη δικαστική διεκδίκηση αποζημιώσεων, ιδίως σε περιπτώσεις διάσπαρτης ζημίας σε πάρα πολλούς καταναλωτές σε διεθνές επίπεδο, της οποίας όμως ο επιμερισμός σε ατομικό επίπεδο είναι τόσο χαμηλός που δε συμφέρει στους επιμέρους καταναλωτές να προσφύγουν εξατομικευμένα στα δικαστήρια και να καταβάλουν ξεχωριστά τα προβλεπόμενα δικαστικά έξοδα. Τελευταία φορά που ασκήθηκε μαζική πολιτική πίεση προς την Επιτροπή για μια τέτοια νομοθεσία, η οποία θα ξεπερνούσε τις αγκυλώσεις πολλών εθνικών νομοθεσιών (όπως η ελληνική) που δεν επιτρέπουν επαρκή δικαστική εκπροσώπηση κοινωνικών ομάδων, ήταν το 2015 με την περίπτωση Volkswagen. Το σκάνδαλο που ξέσπασε τότε με την ψευδή καταμέτρηση των εκπομπών ρύπων από κινητήρες ντίζελ έφερε οικονομική ζημία σε 8 εκατομμύρια Ευρωπαίους καταναλωτές, οι οποίοι εξαπατήθηκαν στο να αγοράσουν «καθαρό» αυτοκίνητο. Πέρυσι, ομάδες καταναλωτών ανακοίνωσαν ότι έφεραν συλλογική αγωγή κατά της Volkswagen σε γερμανικό δικαστήριο, στην οποία όμως δεν μπορούν να ομοδικήσουν και καταναλωτές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε το μήνυμα: η Επίτροπος Δικαιοσύνης Βέρα Τζούροβα ανακοίνωσε ότι τον προσεχή Απρίλιο θα παρουσιάσει τα αποτελέσματα μιας μελέτης, με την οποία θα ανιχνεύονται εναλλακτικές οδοί συλλογικής αποζημίωσης καταναλωτών από μαζικές αδικοπραξίες διεθνικών εταιρειών, ενώ ο νέος Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων, ο οποίος θα αρχίσει να ισχύει από τον προσεχή Μάιο, προβλέπει ρητά ότι καταναλωτές που ενάγουν εταιρείες για αθέμιτη επεξεργασία προσωπικών τους δεδομένων θα μπορούν να εκπροσωπούνται δικαστικά από μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει ένα πολύ δυναμικό σύστημα class actions, το οποίο επιτρέπει σε έναν ομοσπονδιακό δικαστή να πιστοποιεί ένα συλλογικό αίτημα ως «ομαδική αγωγή», παρέχοντας έτσι την ενεργητική νομιμοποίηση στους δικηγόρους που αντιπροσωπεύουν την ομάδα να προβαίνουν σε δεσμευτικές έναντι όλων δικονομικές πράξεις. Το οικονομικό νόημα της class action είναι αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «οικονομίες κλίμακος» ως απάντηση στην προσπάθεια για «εξωτερίκευση του κόστους». Όταν, για παράδειγμα, μια πολυεθνική πετρελαϊκή εταιρεία μολύνει μια μεγάλη θαλάσσια περιοχή, ποντάρει στο ότι λίγοι θα είναι οι δικαιούχοι που θα την πάνε στο δικαστήριο ατομικά, καθώς τα απαιτούμενα έξοδα και ο χρόνος είναι πολύ σημαντικά για να το τολμήσουν οι οικονομικά αδύναμοι. Έτσι, εξωτερικεύει στην κοινότητα ένα κόστος το οποίο θα έπρεπε να εσωτερικεύσει – δηλαδή να καταβάλει – η ίδια, στο όνομα της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η εξωτερίκευση του κόστους αποτελεί εξόφθαλμη κοινωνική αδικία και αθέμιτο ανταγωνισμό απέναντι στις εταιρείες που τηρούν τους περιβαλλοντικούς κανόνες και επωμίζονται το κόστος γι’ αυτό. Συνεπώς, η ομαδική αγωγή, με την αμοιβαιοποίηση των πόρων που επιτρέπει εκ μέρους των θυμάτων, ισοσταθμίζει οικονομικά το αθέμιτο όφελος των παρανομούντων επιχειρήσεων και αποτελεί εντέλει μια μορφή αποκεντρωμένης δικανικής δημοκρατίας.