Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Βλέπαμε στο σημείωμα της περασμένης Δευτέρας 1/8 τις συνθήκες υπό τις οποίες φθάνουν στην έναρξή τους οι Ολυμπιακοί του Ρίο. Σε μια χώρα, σημειωτέον, σε ανοιχτή πολιτική κρίση – με την πρόεδρο Ντίλμα Ρούσεφ υπό αναστολή άσκησης καθηκόντων με την καθαίρεση από το προεδρικό αξίωμα στον ορίζοντα, με τον ιστορικό προκάτοχό της Λούλα Ντι Σίλβα (τον «πρόεδρο των φτωχών») σε δικαστική περιπέτεια και σύλληψη για το σκάνδαλο χρηματισμού «Mensalao» (αφού πρώτα είχε οριστεί… προσωπάρχης στο γραφείο της προέδρου Ρούσεφ).
Σημειώνουμε εδώ την πολιτική αβεβαιότητα στην ούτως ή άλλως ταραγμένη Βραζιλία – πελώρια χώρα (όγδοη οικονομία στον κόσμο) , με ρόλο στις διεθνείς ισορροπίες, όσο κι αν εσωτερικά τραντάζεται από τις (η χώρα έχει κατά το «Forbes» τον πέμπτο μεγαλύτερο αριθμό δισεκατομμυριούχων στον κόσμο, παραπάνω κι από Ιαπωνία ή Μεγάλη Βρετανία…) ανισότητες, ιδίως μετά την κάμψη των ρυθμών ανάπτυξης (πάνω από 5% σε ετήσιους μέσους όρους το 2000 – 2012, ήδη σε ύφεση από το 2012) – επειδή δεν φάνηκε να διαταράσσει την Ολυμπιακή πορεία τους.
Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως η χώρα αυτή, που διεκδίκησε και πέτυχε τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε φάση ακμής, βρίσκεται όμως τώρα να τους τρέχει σε φάση πολλαπλής κρίσης -μέχρι και τον ιό Ζίκα έχει να αντιμετωπίσει- ,συνεχίζει να δίνει προς τα έξω ένα ενιαίο πρόσωπο.
«Να δούμε τι θα λέγεται απολογιστικά!», μαντεύουμε ότι θα σκεφθεί ο αναγνώστης. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι με αφορμή τους Αγώνες του Ρίο και τα προβλήματά τους, ξαναανέβηκε στο προσκήνιο η σουρεαλιστική (αν και ευλογοφανής, ιδωμένη εκτός Ελλάδος…) πρόταση για μόνιμη διεξαγωγή των Αγώνων στην Ελλάδα, ώστε να αποφεύγονται τα προβλήματα και οι διαμαρτυρίες για το κόστος των Αγώνων κάθε φορά. Η αλήθεια είναι ότι η εν λόγω συζήτηση ανέβηκε από μια μάλλον επιπόλαιη /off-the-cuff απάντηση της διευθύντριας του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ σε ερώτημα-πρόταση στο πλαίσιο του Συνεδρίου του Aspen, όμως έχει γενικά να κάνει με την υπορρέουσα αμφισβήτηση των Αγώνων και τη διατάραξη που φέρουν στις οικονομίες.
Πάντα, οι Αγώνες κρίνονται «αφού σβήσει η Φλόγα». Και πάντα, στη σύγχρονη πάντως εποχή, το ζητούμενο είναι να μείνει πίσω «κάτι», κάτι ιδιαίτερο από τη λάμψη και την κινητικότητα που φέρνουν στη διοργανώτρια πόλη/χώρα.
Αλλιώς, βέβαια, στο Πεκίνο (ή στους χειμερινούς του Σότσι), αλλιώς στη Βαρκελώνη (η οποία «μπήκε στον παγκόσμιο χάρτη» εντυπωσιακά) ή στο Σίδνεϊ.
Σ’ εμάς -στην Αθήνα της ιστορικής διεκδίκησης κ.λπ.- έμεινε πίσω μια -το βλέπουμε κάθε τέσσερα χρόνια!- αίσθηση απώλειας. χαμένης ευκαιρίας. αρνητισμού. Και τούτο, παρά την εμπειρία συλλογικότητας που επικράτησε το 2004: συλλογικότητας μάλιστα, που κι αυτό προέκυψε παρά τις αντιρρήσεις και τις αμφισβητήσεις που έφθασαν μέχρι την ημέρα έναρξης.
Η κυρίως διοργάνωση χαρακτηρίστηκε από αποτελεσματικότητα και εξωστρέφεια. έφερε ακόμη και τους Έλληνες που δυσπιστούσαν ή διαφωνούσαν σε πρόθυμη συνεργασία για έναν σκοπό. δημιούργησε πρωτόγνωρες καταστάσεις π.χ. στον εθελοντισμό, αλλά και στην αυτοπειθαρχία. κατέληξε σε δημιουργία υποδομής χωρίς το συνηθισμένο «αυτό δεν γίνεται!» και χωρίς την απώλεια κάθε προθεσμίας. Προπαντός οι Έλληνες μίλησαν στον κόσμο με αυτοπεποίθηση (κι ας αμφισβητούνταν μέχρι την τελευταία στιγμή από τα διεθνή media) και οι Αθηναίοι, κυρίως, ζήσαμε σε μια διαφορετική, μεταμορφωμένη πραγματικότητα της πόλης.
Όμως, όταν έσβησαν τα φώτα, όλα πέρασαν σε ανάστροφη λογική. Ζήσαμε -επί χρόνια- τη συζήτηση τύπου κολοκυθιάς για το κόστος των Αγώνων, που τελικά χρειάστηκε η μελέτη του ΙΟΒΕ (μια δεκαετία μετά τη λήξη) για να το προσδιορίσει με κάποια σοβαρότητα.
Όμως, στην Ελλάδα είμαστε, οπότε «όλα προσωποποιούνται». Και η ιδιότυπα εξωσυστημική φιγούρα η οποία -για ένα μικρό διάστημα, έστω- κατόρθωσε να τιθασεύσει «το σύστημα», η Γιάννα Αγγελοπούλου δραστηριοποιούμενη στη φάση εξόδου του Εκσυγχρονισμού-Σημίτη-που-δεν-ολοκληρώθηκε και στην έναρξη της περιπέτειας Καραμανλή, έφερε μια μη ανεκτή διατάραξη.
Το πώς κινητοποιείται ο κόσμος. το πώς κόβονται οι διαδικασίες. το πώς από τα πολιτικά/κομματικά φέουδα μέχρι τη Δικαιοσύνη ή τις Βρυξέλλες, από τον μαγικό κόσμο των media μέχρι το σαυρικό εγκέφαλο της Δημόσιας Διοίκησης ή το καθεστώς των εργολάβων, όλοι πειθαναγκάστηκαν στο «γίνεται κι αλλιώτικα» – αυτού του είδους τα πράγματα αποδείχθηκε ότι τρομάζουν. Και απωθούνται.
Τα λέγαμε πριν από τέσσερα και πριν από οκτώ χρόνια, τα ίδια! Και… μένουν τα ίδια.