Skip to main content

Ταξίδι, μα τι ταξίδι;

Από την έντυπη έκδοση

της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected] 

Μπαρούτι σκάει στα θερινά όνειρα. Δεν την αντέχεις την πόλη. Δεν σε βαστάει. Ταξίδι στο σώμα του καλοκαιριού. Ό,τι απέμεινε να θυμίζει καλοκαίρι σε τούτο το παράξενο κακοκαίρι.

Ταξίδι, μα τι ταξίδι; «Να βλέπεις και να μη χορταίνεις καινούργια χώματα και θάλασσες κι ανθρώπους κι ιδέες και να τα βλέπεις όλα σαν να είναι η πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σαν να είναι η τελευταία φορά, με μακρόσυρτη ματιά, κι έπειτα να σφαλνάς τα βλέφαρα και να νοιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα, τρικυμιστά», όπως προστάζει ο ταξιδευτής Νίκος Καζαντζάκης, ή να παραμένεις ασάλευτος, παρά τη μετακίνηση, να είσαι έξω από τον χρόνο και τον τόπο;

Να βρεθείς τυχαία σε κάποιον τόπο, να είσαι ένα ανώνυμο πρόσωπο σε αυτό το πλήθος των ανώνυμων προσώπων, να βρίσκεσαι εκεί όπως θα μπορούσες να βρίσκεσαι αλλού, κι αυτό να σου δημιουργεί αγωνία και να σου δίνει «μια ωραία και περιττή αίσθηση ελευθερίας, όπως ένας έρωτας που έχει απορριφθεί»; («Μικρές παρεξηγήσεις άνευ σημασίας», 1985, Αντόνιο Ταμπούκι.)

Κι αν δεν μπορείς να φύγεις, μήπως να διαβάζεις «το ταξίδι στο πρόσωπο των άλλων», όπως άρεσε στον Ιταλό, που είχε ταξιδέψει πολύ, κι αυτό το ‘νιωθε «ως μεγάλο προνόμιο»;

«Πάνω από μια φορά πήγα να περιμένω το λεωφορείο της επιστροφής από κάποιο μέρος, υποκρινόμενος ότι περίμενα κάποιον (…) για να κοιτάξω τα άτομα που αποβιβάζονταν. Τα πρόσωπά τους καταγράφουν έκπληξη, διέγερση, κούραση, μερικές φορές δεν είναι πια τόσο νέοι (…) Έχουν κάνει πραγματικά ένα ταξίδι, παρότι ίσως μονάχα μερικών χιλιομέτρων (…) Και το ταξίδι βρίσκεται στα νυσταγμένα μάτια τους, εκεί όπου παρέμεινε η αμηχανία και η χαρά εκείνης της σύντομης φυγής. Αντίθετα, μου συνέβη να παρατηρήσω ορισμένα νεαρά ζευγάρια (…) που πηγαίνουν στις Σεϋχέλλες ή στις νήσους Κομόρες. Όταν επιστρέφουν, στο πρόσωπό τους δεν έχει καταγραφεί τίποτα (…) Είναι απλώς ηλιοκαμένοι». («Ταξίδια και άλλα ταξίδια» Άγρα, 2011.)