Του Κωνσταντίνου Δ. Ρίζου
Διδάκτορα Νομικής – δικηγόρου
Το τελευταίο διάστημα ο δημόσιος διάλογος σε σχέση με τα θέματα της Δικαιοσύνης έχει ομολογουμένως εκτραχυνθεί. Παράλληλα με τις προσωπικές επιθέσεις σε Δικαστές που εκδίδουν μη αρεστές – όχι για λόγους νομικούς αλλά για λόγους πολιτικούς και ακριβέστερα κομματικούς – αποφάσεις, επιθέσεις που εκτός από μια πρόσκαιρη ικανοποίηση σε επίπεδο προσωπικής πολιτικής φιλοδοξίας, μόνον ζημιά προκαλούν κλονίζοντας το κύρος της Δικαιοσύνης, με αμείωτη ένταση συνεχίζεται η στοχοποίηση των συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, των δικηγόρων.
Η συστηματική αποδόμηση της αποστολής των δικηγόρων και η καλλιέργεια της δημόσιας ανυποληψίας τους με στοχευμένες δηλώσεις αξιωματούχων που εν πολλοίς εμφανίζουν τους δικηγόρους ως εκ πεποιθήσεως φοροφυγάδες κ.ο.κ. με ποικίλες αφορμές, προκειμένου να εξυπηρετηθούν στόχοι που παραπλανητικά παρουσιάζονται ως δήθεν απαιτήσεις της τρόικας (τρανό παράδειγμα το ασφαλιστικό), εμπεδώνει την ισοπεδωτική αντίληψη ότι στην ελληνική κοινωνία ο ελεύθερος επαγγελματίας γενικώς ζει εις βάρος της.
Τις τελευταίες ημέρες προκειμένου να δικαιολογηθεί η έλλειψη νόμιμου ερείσματος για την επιβολή της τοποθέτησης POS στα δικηγορικά γραφεία, επιστρατεύθηκε το «επιχείρημα» ότι η άρνηση των δικηγόρων συνιστά συντεχνιακή αντίληψη υπέρ της φοροδιαφυγής. Δεν απαιτείται, ωστόσο, ιδιαίτερη νοημοσύνη για να αντιληφθεί κανείς ότι η τοποθέτηση POS εξ ορισμού σε τίποτε δεν θα μπορούσε να αποτρέψει ή έστω να μειώσει τη φοροδιαφυγή.
Έχει όμως αναλογιστεί κανένας από αυτούς που με τόση ευκολία επιτίθενται και σπιλώνουν χρησιμοποιώντας το δημόσιο βήμα, στο οποίο έχουν άνετη πρόσβαση, ή έχει ζητήσει από τους με δημόσιο χρήμα αμειβόμενους συμβούλους του να ερευνήσουν τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας στην Ελλάδα των μνημονίων; Έχει ψάξει κανείς πόσο συνεισφέρει ο ελεύθερος επαγγελματίας στο δημόσιο λογιστικό και αν υπάρχει αντίστοιχη ανταπόδοση από πλευράς κράτους; Πέρασε κανένας από τα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, του μεγαλύτερου επιστημονικού συλλόγου της χώρας, να ερωτήσει πόσοι ξεγράφονται κάθε χρόνο από τα μητρώα του υπό συνθήκες δήμευσης την εισοδημάτων τους και πόσοι δεν έχουν κατορθώσει να πραγματοποιήσουν έστω και μια παράσταση σε δικαστήριο;
Με την διαρκή επίθεση στο εισόδημα της πλατιάς πλειοψηφίας των δικηγόρων δεν επιτυγχάνεται κανένας δημοσιονομικός στόχος. Καταστρέφεται συνειδητά μια κατηγορία επαγγελματιών στο όνομα μιας ιδεοληψίας και υποθηκεύεται το μέλλον της νεότερης γενιάς δικηγόρων.
Στο κλίμα αυτό παρατηρώ με λύπη ότι ορισμένες κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών επιχαίρουν. Δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη ότι είναι και οι ίδιοι ανεπιθύμητοι ως «ταξικοί εχθροί».