Skip to main content

Ανισότητες, δραματική η όξυνσή τους επί Covid

Από την έντυπη έκδοση

Tου Δημήτρη Τζάνα, οικονομολόγου

Το πρόβλημα της εμφάνισης των οικονομικών ανισοτήτων ανάμεσα στα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού, σε όλες τις δυτικές χώρες, είναι κάθε άλλο από όψιμο. Μάλιστα, τα βασικά στατιστικά στοιχεία μετά το 1980 θεμελιώνουν την εκτίμηση ότι ήταν κατά την τελευταία 30ετία περίπου οπότε το πρόβλημα οξύνθηκε στις δυτικές χώρες.

Έτσι, αναφερόμενοι στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, διαπιστώνουμε ότι μεταξύ 1980-2017 στις μεν ΗΠΑ το 1% των εισοδηματικά πλουσιότερων κατείχε το 2017 το 20% του συνολικού εισοδήματος από 10% το 1980, ενώ το 50% των εισοδηματικά πτωχότερων κατείχε το 2017 το 12,5% από 20% το 1980. Στην Ευρώπη, αντίστοιχα το 1% των εισοδηματικά πλουσιότερων κατείχε το 2017 το 12% του συνολικού εισοδήματος από 7,5% το 1980, ενώ το 50% των εισοδηματικά πτωχότερων κατείχε το 2017 το 17,5% από 20% το 1980 (Economist 6/6/2020). Δηλαδή, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, αλλά στις ΗΠΑ με πολύ εντατικότερο ρυθμό! Η φτωχοποίηση των μεσαίων στρωμάτων ήταν μια ανησυχητική πραγματικότητα, ήδη από το 2017.

Το φαινόμενο της όξυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων στη Δύση έχει εξήγηση, κάνοντας μάλιστα το ζήτημα να φορτίζεται έντονα από ιδεολογικής πλευράς. Τρεις παράγοντες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο: η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος, η διαδικασία θεσμικής απορρύθμισης που οδήγησε σε υιοθέτηση ίδιων κανόνων λειτουργίας σε ολοένα και περισσότερες χώρες και ασφαλώς η ολοένα και μεγεθυνόμενη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης που οδήγησε στη μεταφορά της βιομηχανίας στις χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής, δηλαδή στις ασιατικές και ιδιαίτερα στην Κίνα. Καταλυτικός δε ρόλος ήταν εκείνος του χρηματοπιστωτικού συστήματος με τη συμμετοχή του στη συνολική κερδοφορία διαρκώς να επεκτείνεται.

Με τις χώρες να παρακολουθούν τις εξελίξεις ασκώντας οικονομική πολιτική ολοένα και λιγότερο παρεμβατική, υιοθετώντας τη νομισματική πολιτική κυρίως και παραμερίζοντας τη δημοσιονομική. Διαμορφώθηκε έτσι η αντίληψη ότι οι εξελίξεις καθοδηγούνται από εταιρικά συμφέροντα με δεσπόζουσα ισχύ, με τις κυβερνήσεις να αδυνατούν να ασκήσουν τις πολιτικές εκείνες που θα προωθούν σε επαρκείς δόσεις τα απαραίτητα δημόσια αγαθά για τους πολίτες (υγεία, κοινωνική πρόνοια, παιδεία, ασφάλεια κοκ.). Ας μη βιαστούμε όμως να συμπεράνουμε ότι η διαδικασία είχε «ταξική καθοδήγηση», αφού η εύρυθμη λειτουργίας μιας δυτικού τύπου οικονομίας έχει σαν προαπαιτούμενο την ύπαρξη επαρκούς αγοραστικής δύναμης από τα μεσαία στρώματα που τροφοδοτούν το μεγαλύτερο μέρος της ιδιωτικής κατανάλωσης!

Ο παραπάνω κύκλος επιδείνωσης των εισοδημάτων για τα μεσαία στρώματα κορυφώθηκε κατ’ αρχάς το 2007-2008 οπότε ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers. Ξεκίνησε τότε η επάνοδος του παρεμβατικού ρόλου των κρατών, καθώς προβλήθηκε η ανάγκη διάσωσης των υπόλογων επενδυτικών τραπεζών με κρατικά κεφάλαια, οδηγώντας παντού σε αύξηση του δημόσιου χρέους και στην άσκηση υπερχαλαρής νομισματικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες. Χωρίς ωστόσο να υπάρξει στη συνέχεια σοβαρή παρέμβαση στην αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος με επάνοδο στον διαχωρισμό επενδυτικής από εμπορική τραπεζική, παρά μόνο μεταβολές στα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας με τους κανόνες της Βασιλείας.

Έτσι, η διαδικασία της οικονομικής ανάκαμψης, που θα ερχόταν από τις νέες δανειοδοτήσεις, συντελέστηκε σε μικρό βαθμό, αφού η ρευστότητα που έλαβαν οι τράπεζες δεν τροφοδότησε παραγωγικές δραστηριότητες της οικονομίας. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν σε γενικευμένη αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης και των ταγών της και σε εκδήλωση αντισυστημικών συμπεριφορών παντού. Ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι αδιαμφισβήτητος σε αυτή τη διαδικασία, οδηγώντας σε καταλυτικές πολιτικές εξελίξεις με την εκλογή πολιτικών που «θα τα άλλαζαν όλα», με κορυφαία την περίπτωση Τραμπ στις ΗΠΑ (2016), καθώς οι εισοδηματικές ανισότητες επιτείνονταν.

Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, ένας ακόμη «μαύρος κύκνος» ήρθε και αφορούσε πλέον όλο τον πλανήτη: ο κορονοϊός και η πανδημία, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτήθηκαν και απαιτούνται πολυήμερα lockdown στις οικονομίες όλου του πλανήτη εν όψει της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης. Με την πανδημία να λειτουργεί σαν επιταχυντής εξελίξεων που οδηγούν στον ψηφιακό και ενεργειακό μετασχηματισμό των οικονομιών, με τις εισοδηματικές ανισότητες να διογκώνονται ταυτόχρονα, όπως θα καταγραφεί σύντομα και από τα στατιστικά στοιχεία, λόγω της κλιμακούμενης εκτεταμένης, αλλά προσώρας συγκαλυμμένης, ανεργίας.

Είναι σαφές ότι είναι πάλι η ώρα των κυβερνήσεων και ιδιαίτερα της νέας κυβέρνησης του προέδρου Μπάιντεν των ΗΠΑ, καθώς οι ανισότητες αποτελούν πλέον παράγοντα αστάθειας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Ώρα για δράσεις που θα συμβάλουν στην επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας και θα αμβλύνουν τις δραματικά πλέον μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες. Δράσεις που θα αφορούν εκτεταμένο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων με έμφαση στα έργα υποδομών. Φορολογικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη ανάσχεση της μεταβίβασης πλούτου που συσσωρεύεται καθημερινά στα χέρια όλο και λιγότερων, με τομές στο φαινόμενο των φορολογικών παραδείσων. Εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως ήδη ζητούν 31 πόλεις στις ΗΠΑ, αλλά και συνέχιση των δημοσιονομικών δράσεων που ζητεί πλέον ανοικτά και το ΔΝΤ. Θεσμική υποχρέωση των τραπεζών για αυξημένη χρηματοδότηση της οικονομίας. Και κυρίως παγκόσμια συνεννόηση των κυβερνήσεων και προικοδότηση φορέων όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ε.Ε. για να δρομολογήσουν δράσεις όπως εκείνες του Ταμείου Ανάκαμψης στην Ευρώπη, με τα μηδενικά επιτόκια των ομολόγων να διευκολύνουν τις σχετικές χρηματοδοτήσεις.