Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο Άλεκ Ρ., πρώην σύμβουλος της Χίλαρι Κλίντον σε θέματα καινοτομίας και ανάπτυξης, θεωρείται από τους κορυφαίους παγκοσμίως στην ειδικότητά του. Παρακολουθεί δε με πολύ ενδιαφέρον την πορεία της χώρας μας, γιατί πιστεύει ότι από πολλές πλευρές η Ελλάδα είναι μια χώρα-κλειδί στον νέο κόσμο που έρχεται. Φοβάται όμως ότι, δυστυχώς, ελάχιστοι είναι οι Έλληνες που γνωρίζουν στο περίπου τι συμβαίνει γύρω τους και τι θα μπορούσε να συμβεί. Γι’ αυτό και η χώρα κατασπαταλά το ανθρώπινο κεφάλαιό της υποθηκεύοντας αλόγιστα το μέλλον της.
«Ο μεγάλος κίνδυνος για την Ελλάδα δεν είναι μόνον η υπερχρέωσή της και η παραγωγική της αδυναμία. Κινδυνεύει από δημογραφική κατάρρευση, η οποία αναπόφευκτα θα οδηγήσει και σε πνευματική παρακμή. Και όσο φεύγουν από τη χώρα νέοι άνθρωποι, τόσο η Ελλάδα θα απομακρύνεται από τις καινοτόμες πηγές πλούτου τού αύριο. Ευτυχώς, βέβαια, που το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν αναδυόμενες παγκόσμιες δυνάμεις, όπως η Κίνα» μας λέει.
Επίσης, κατά τον Αμερικανό ειδικό, στην εποχή μας είναι πέρα για πέρα αρνητικός για τη χώρα μας και ο ρόλος του κλειστού πελατειακού συστήματος που υπάρχει και το οποίο, εκτός της διαφθοράς που προάγει και διαιωνίζει, είναι και πηγή αμάθειας. Ως εκ τούτου, απομακρύνει τον πληθυσμό από τις πηγές των γνώσεων, που σημαίνει ότι εμμέσως πλην σαφώς απαξιώνεται πνευματικά, και όχι μόνον, σοβαρό ανθρώπινο κεφάλαιο.
Παρά τη διεθνή κυριαρχία της παραπληροφόρησης, της ψευδολογίας και της καταστροφολογίας, είναι γεγονός ότι οι παραγωγικές δραστηριότητες του μέλλοντος ήδη δημιουργούνται εντός της σημερινής γεωπολιτικής δομής, την οποία όμως και συνεχώς μετασχηματίζουν ταχύτατα. Έτσι, ενώ κατά τον 20ό αιώνα η κυρίαρχη διαφορά μεταξύ πολιτικών συστημάτων και αγορών αφορούσε το δίπολο Αριστερά-Δεξιά, η παρούσα κατάσταση διαφέρει αισθητά. Στην εποχή μας, η διαφορά προκύπτει μεταξύ όσων εφαρμόζουν ανοικτά και όσων υιοθετούν κλειστά πολιτικά και οικονομικά μοντέλα. Έτσι, οι νέοι ανταγωνισμοί και οι συναφείς πολιτικές αναγκαιότητες έχουν δημιουργήσει σειρά υβριδικών μοντέλων ανά τον κόσμο, που στην ουσία είναι και οι μελλοντικές πηγές βιώσιμης ανάπτυξης και καινοτομίας. Στους επιχειρηματίες και στους ηγέτες επιχειρήσεων εναπόκειται συνεπώς να βρίσκουν και να αξιοποιούν αυτές τις πηγές, πολλές από τις οποίες προσφέρουν και δυνατότητες δημιουργίας άυλου πλούτου.
Μέσα σε αυτήν την ανατρεπτική συγκυρία, εξόχως επίκαιρος είναι ο άγνωστος στη χώρα μας Νομπελίστας οικονομολόγος Θίοντορ Σουλτζ (1902-1998), που πρώτος είχε φέρει στο προσκήνιο τη σημασία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Εξόχως επίκαιρα, συνεπώς, είναι και αυτά που έγραφε ο διάσημος οικονομολόγος στο βιβλίο του «Επενδύοντας Στον Άνθρωπο», όπου τόνιζε ότι οι επενδύσεις στην εκπαίδευση δεν είναι απλή κατανάλωση, αλλά η σοβαρότερη τοποθέτηση στη βελτίωση των επιχειρηματικών δεξιοτήτων του ατόμου, το οποίο έτσι αποκτά σοβαρά ερείσματα δημιουργικότητας και αναζήτησης της καινοτομίας. Συνεπώς, η εκπαίδευση και η ποιότητά της αποτελούν παράγοντα τιθάσευσης των ανισορροπιών που μοιραία προκαλούν οι οικονομικοί νεωτερισμοί.
Στη βάση αυτών των απόψεων, που ήταν το προϊόν μακροχρόνιων ερευνών, ο Θ. Σουλτζ τόνιζε ότι η ποιοτική προώθηση των εκπαιδευτικών συστημάτων στις υπό ανάπτυξη χώρες υπονομεύεται από τις κατά τόπους γραφειοκρατίες και τις ελάχιστα δημοκρατικές πολιτικές εξουσίες, οι οποίες φοβούνται τη διάχυση της γνώσης και την εξ αυτής δημιουργία κριτικού πνεύματος. Υπογράμμιζε, έτσι, ότι η καθυστέρηση των υπό ανάπτυξη χωρών ήταν περισσότερο πρόβλημα ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού τους, παρά έλλειψης πλουτοπαραγωγικών πηγών.
Όντως, από την άποψη αυτή, ο Αμερικανός οικονομολόγος δεν είχε άδικο – χωρίς, ωστόσο, αυτό να τον απαλλάξει από αμέτρητες κριτικές και ξόρκια που δέχθηκε, κυρίως από τους ανθρώπους του υπαρκτού ολοκληρωτισμού και των ιδεολογικών συνοδοιπόρων του. Οι οποίοι, βέβαια, ακόμα και σήμερα αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η Ιαπωνία, η Ελβετία, η Φινλανδία, η Δανία, κ.ά., με σχεδόν μηδενικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, είναι από τις πλουσιότερες στον κόσμο. Ωστόσο, η απάντηση στην παρατήρηση αυτή είναι σχετικά απλή.
Όλες οι παραπάνω χώρες διαθέτουν υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό και από τα πρώτα στις διεθνείς κατατάξεις εκπαιδευτικά συστήματα. Έχουν έτσι ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα στο επίπεδο της ποιότητας των ανθρώπων, που μεταφράζεται και σε ποιοτικά ανώτερη επιχειρηματικότητα. Και η τελευταία, κατά τον Θίοντορ Σουλτζ, είναι προϊόν εκπαίδευσης και όχι κάποιας δωρεάς της τύχης.
Είναι λοιπόν επείγον για την Ελλάδα να ρίξει μεγάλο βάρος στην εκ βάθρων αναμόρφωση του εκπαιδευτικού της συστήματος, να το απελευθερώσει από τη βάρβαρη γραφειοκρατία και να το αφήσει να αναπτυχθεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού. Αν αυτό δεν συμβεί εδώ και τώρα, το αύριο των νέων μας αναγγέλλεται άδηλο, αν όχι ζοφερό.