Skip to main content

Ο «μετακαπιταλιστικός κόσμος» και οι πτυχές του

Από την έντυπη έκδοση 

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Αν ο 20ός αιώνας ήταν αυτός της αποθέωσης της μισθωτής εργασίας και των κοινωνικών συνθηκών που αυτή δημιούργησε, πολλές είναι οι ενδείξεις ότι στη διάρκεια του 21ου το φαινόμενο αυτό θα αποδυναμωθεί αισθητά και πιθανότατα κάποια στιγμή να γίνει εντελώς οριακό. Όπως προκύπτει από τα διεθνή στοιχεία, ο αριθμός των μισθωτών στον αναπτυγμένο κόσμο συνεχώς μειώνεται, αλλά και διαφοροποιείται από ποιοτικής πλευράς.

Έτσι, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα, που ήταν και αυτός της βαριάς βιομηχανίας, τα αποκαλούμενα «μπλε κολλάρα» αντιπροσώπευαν το 85% των μισθωτών, σήμερα στις αναπτυγμένες χώρες με το ζόρι φθάνουν το 7% και το 18% στις αναπτυσσόμενες. Αντιθέτως, τα «άσπρα κολλάρα» ξεπερνούν το 90% στον αναπτυγμένο κόσμο, ποσοστό που λέει πολλά και για τη φύση της εργασίας. Είναι ξεκάθαρο ότι η σημερινή μισθωτή εργασία είναι πνευματική σε συντριπτικό βαθμό και χειρωνακτική σε πολύ μικρότερο, γι’ αυτό και μεταβάλλονται άρδην οι όροι της αμοιβής της. Και η τάση αυτή θα συνεχίζεται με ανοδικούς ρυθμούς σε παγκόσμιο επίπεδο πλέον, ανατρέποντας και τους όρους των εισοδηματικών ισορροπιών.

Στο πλαίσιο αυτό, στο σημερινό εργασιακό περιβάλλον μία πρόκληση για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά αφορά το ταλέντο τους και τον τρόπο που αναπτύσσουν νέες δεξιότητες. Κατά συνέπεια, μέγα ερώτημα-πρόκληση για έναν νέο είναι το πώς θα αναδυθούν οι δυνητικές του ικανότητες, καθώς μεταβάλλονται οι απαιτήσεις της πραγματικότητας.

Πρακτικά, στη σύγχρονη οικονομία πολλές δεξιότητες απαξιώνονται πολύ γρήγορα. Στην τεχνολογία και τις θετικές επιστήμες καθώς και σε προηγμένες μορφές του βιομηχανικού τομέα επιβάλλεται σήμερα να επανεκπαιδεύονται οι εργαζόμενοι κατά μέσο όρο κάθε πέντε έως δέκα χρόνια και η τάση ακολουθεί πτωτικό ρυθμό. Έτσι, στη σύγχρονη εργασιακή κουλτούρα η ιδέα της αξιοκρατίας εξαίρει τη δυνητική ικανότητα και όχι την παρελθούσα επίδοση. Με διαφορετικά λόγια, ένας εργαζόμενος κρίνεται από το τι μπορεί να κάνει αύριο και όχι το πόσο καλά έκανε κάτι χθες.

Παρατηρείται έτσι μία νέα τάση που ανταμείβει πολύ καλύτερα αυτόν που μπορεί να εγκαταλείψει γρήγορα τα χθες προκειμένου να ανιχνεύσει το αύριο.

Αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότερο στον αναπτυγμένο κόσμο η εργασία απομονιμοποιείται και άρα γίνεται εφήμερη. Από μόνο του το γεγονός αυτό οδηγεί πολλά ενεργά άτομα στην ατομική επιχειρηματικότητα, η οποία πλέον καλλιεργείται και σε πολλές επιχειρήσεις με τη δημιουργία του θεσμού των εσωτερικών επιχειρηματιών σε μεγάλα εταιρικά σύνολα.

Αυτές οι τάσεις, που δυστυχώς ποτέ δεν προβάλλονται από τα εγχώρια μέσα μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ), οδηγούν πολλούς, κυρίως νέους, στην αυτοαπασχόληση, με αποτέλεσμα να είναι εντυπωσιακή η άνοδος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών στο σύνολο του αναπτυγμένου κόσμου.

Είναι αυτονόητο συνεπώς ότι σε παρόμοιες εποχές αλλαγών που καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, ο ρόλος της εκπαίδευσης πρέπει να επαναθεωρηθεί με βάση τα νέα δεδομένα και υπό το πρίσμα της ψηφιακής εποχής -η οποία όλα δείχνουν ότι οδηγεί και σε μία τεράστια ανατροπή στους τρόπους απόκτησης γνώσεων. Πολλοί έτσι αναρωτιούνται αν σε λίγα χρόνια θα υπάρχουν σχολεία και πανεπιστήμια και σε ποιον βαθμό το Διαδίκτυο θα είναι ο ιμάντας παραγωγής εξατομικευμένης γνώσης.

Έχουμε να κάνουμε με ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο από δημοσιογραφικής πλευράς πρέπει να γίνεται γνωστό σε όλες τις πτυχές του. Διότι, όσο αυτό το νέο κοινωνικό συμβόλαιο δεν γίνεται κατανοητό, τόσο θα μεγαλώνουν και οι ανισότητες. Παράλληλα, όμως, θα γίνονται πιο πολύπλοκες και οι αναδιανεμητικές πολιτικές, γεγονός με τεράστια πολιτική σημασία.

Στην εποχή που ζούμε η ανάπτυξη δεν θα είναι της ίδιας υφής με την αντίστοιχη των περασμένων βιομηχανικών περιόδων, όπως στις αρχές του 20ού αιώνα η βιομηχανική ανάπτυξη διέφερε από την αντίστοιχη γεωργική.

Μέσα σε αυτό το υπό εκκόλαψη ψηφιακό περιβάλλον, ο νέος που μπαίνει στην αγορά εργασίας, πέρα από τα γεγονότα της καθημερινότητας, πρέπει να παρακολουθεί και να καταλαβαίνει τις μεγάλες τάσεις της εποχής του, ώστε να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις μιας πολύπλοκης πραγματικότητας. Αυτός θα έπρεπε να είναι και ο νέος ρόλος της εκπαίδευσης. Είναι ανάγκη να ανοίγει ορίζοντες και να προετοιμάζει τις γενιές στη διά βίου μάθηση. Η σύγχρονη εκπαίδευση θα πρέπει από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου του 21ου αιώνα να ανοίγει και αυτή δρόμους κατανόησης και γνώσης, γιατί όλο και περισσότερο αυτά τα δύο στοιχεία θα αποτελούν αναπτυξιακά εργαλεία. Όσο πιο αργά γίνεται αντιληπτή αυτή η νέα πρόκληση των καιρών, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς που αύριο θα πρέπει να προκόψουν, αν μπορούν, σ’ ένα γρήγορα μεταλλασσόμενο ψηφιακό περιβάλλον. Αυτό που κάποιοι συγγραφείς, όπως ο Πολ Μέισον για παράδειγμα, αποκαλούν ήδη «μετακαπιταλιστικό κόσμο».