Από την έντυπη έκδοση
Toυ Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μας παρατηρήθηκε, σχετικά με το σημείωμα της περασμένης Πέμπτης 17/1, ότι ήταν λίγο παράδοξο να ασχολούμαστε με το τι δεν θα απασχολήσει τη μεταμνημονιακή τρόικα στην εδώ επίσκεψή της στα πλαίσια της «ενισχυμένης παρακολούθησης» (θα μείνουν την εβδομάδα αυτή, ως πρώτη φάση: έπεται συνέχεια τον Φεβρουάριο), κι όχι τι θα αποτελέσει βασικό αντικείμενο αυτών των επαφών. Ώστε να ξαναμπούμε στο γνώριμο παιχνίδι του να επιχειρούμε να προβλέψουμε αν η έκβαση (και) αυτής της διαδικασίας θα είναι ανέφελη ή όχι, αν θα ελευθερωθεί η πρώτη δόση 640 εκατ. ευρώ από τα κέρδη ομολόγων SMPs/ANFAs (φέτος λήγουν κάπου 4,5 δισ. σε ομόλογα εις χείρας ΕΚΤ και 2,2 δισ. εις χείρας Κεντρικών Τραπεζών, που φέρουν επιτόκια 6,5% και 5,9%…), αν θα δοθεί προς τις αγορές «σήμα» να υποδεχθούν νέα έκδοση ελληνικών ομολόγων (εν μέρει για rollover παλιών λήξεων, εν μέρει για τον συμβολισμό να μη γίνεται γρήγορα/άγαρμπα το draw-down του συνεχούς μνημονευόμενου «μαξιλαρακιού» των 24+ δισ. ευρώ). Μιας και καταπιαστήκαμε με το ενδεχόμενο να επιχειρηθεί σύντομα νέα έκδοση, δοκιμαστική/προσυμφωνημένη, ελληνικού χαρτιού, ακούγεται πιθανότερο 5ετές όπου οι αποδόσεις μετά και την ψήφο εμπιστοσύνης την περασμένη εβδομάδα είχαν την ευπρέπεια να υποχωρήσουν μιαν ανάσα πάνω από το 3% (το 10ετές πήγε κι αυτό πίσω, αλλά μένει σχεδόν στο 4,2%).
Πριν όμως αρχίσουμε την κάλυψη αυτού του εδάφους τής -ας πούμε- θετικής ή μη πρόβλεψης, έχουμε να απαντήσουμε σε δύο παρατηρήσεις/αντιρρήσεις αναγνωστών. Πρώτη, η αμφισβήτηση της χρησιμότητας της αναφοράς μας στο ότι με επιδείνωση στον δείκτη οικονομικού κλίματος έκλεισε το 2018 (δ’ 3μηνο), οπότε οι προοπτικές να ξεκολλήσει σοβαρά η οικονομία το 2019 δείχνουν συγκρατημένες. Περισσότερο από το επιχείρημα, μας αμφισβητήθηκε η χρησιμότητα/αξιοπιστία του ίδιου του δείκτη οικονομικού κλίματος, που μάλιστα ένας φίλος της στήλης (κοντινός των αγορών) χαρακτήριζε snake-oil οικονομικά – δηλονότι κομπογιαννίτικα. Δεν θα συμφωνήσουμε, όχι δε τόσο επειδή τον δείκτη υπολογίζει και δημοσιοποιεί παρ’ ημίν το ΙΟΒΕ και γενικότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (τον αξιοποιούν δε τμήματα ερευνών όπως τελευταίως της Eurobank), όσο επειδή εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι τόσο ο δείκτης καθ’ εαυτόν, όσο η εξέλιξή του αλλά και η σύνθεσή του. Αυτή η ευαισθησία μεταβολών είναι που έχει χρησιμότητα: έτσι, βλέπουμε υποχώρηση του δείκτη στο κλείσιμο του 2018 έναντι του αμέσως προηγούμενου 3μήνου, ωστόσο δεν παύει να δίνει βελτίωση έναντι του δ’ 3μήνου του 2017. Παράλληλα, ας πάμε στις συνιστώσες του δείκτη οικονομικού κλίματος, βρίσκουμε τον δείκτη εμπιστοσύνης καταναλωτή σε υψηλό μακράς σειράς 3μήνων: αυτός είχε οδηγήσει μέχρι και το γ’ τρίμηνο 2018 τη βελτίωση, έπειτα από σταθερή άνοδο μετά το παγωμένο γ’ τρίμηνο του 2015 (είχε προηγηθεί, τότε, η κατάρρευση του κλίματος από το δ’ τρίμηνο 2014 μέχρι και το γ’ τρίμηνο 2015: αναμενόμενο!). Ίσως πιο δυσάρεστος -αν πάμε πίσω στο ξεφύλλισμα των συνιστωσών του δείκτη οικονομικού κλίματος- να είναι ο πτωτικός δείκτης στη βιομηχανία: εδώ έχουμε ένα παράδοξο, καθώς η βιομηχανική παραγωγή πήγαινε καλά μέχρι και τον Νοέμβριο 2018… Αντίστοιχα μπορεί να προβληματίσει η σκέψη μήπως η τωρινή υποχώρηση κλίματος στην Ελλάδα απλώς «ακολουθεί» υποχώρηση του δείκτη κλίματος στην Ε.Ε.
Πάντως, όποιος θέλει να παραβλέψει τις ενδείξεις αυτές, ας προτιμήσει την απόφανση/προβολή της Standard & Poor’s για τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας το 2019-22, που μιλάει για μέσο όρο 2,4% ετησίως, πάνω από τις προβλέψεις π.χ. Βρυξελλών. (Όμως οι καλοί κύριοι της S&P δεν αναβάθμισαν από το Β+, μακροπρόθεσμα.)
Η δεύτερη παρατήρηση που μας έγινε αφορούσε το κατά πόσον η μεταμνημονιακή παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας μπορεί/ «δικαιούται»/επιτρέπεται να περιλάβει την, υπό εξέλιξη, βραδεία έκρηξη των δικαστικών αποφάσεων που ανατινάσσουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, ιδίως του Μνημονίου-2, με την σταδιακή κατάργηση περικοπών και τη χορήγηση αναδρομικών. «Ποιος δικαιούται, απ’ έξω, να έχει άποψη για την κρίση της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης;» ήταν η βασική διατύπωση. Απάντηση: κανείς! Όμως, αν μια ανατροπή 4-7 δισ. ευρώ «απορροφάται» κάπως, άμα μάλιστα απλωθεί σε περισσότερες χρήσεις, μια δικαστική διόρθωση της τάξεως 5%-10% του ελληνικού ΑΕΠ βουλιάζει κάθε προοπτική. Δεν θα «πει» κάτι τέτοιο η μεταμνημονιακή τρόικα ούτε βέβαια θα «κρίνει» τη Δικαιοσύνη: αλλ’ αν το πιθανολογήσει, θα μας παρακαλέσει -την κυβέρνηση, τη σημερινή αλλά και την όποια αυριανή- να εξηγήσουμε τι θα κάνουμε.
Παρασυρθήκαμε μιλώντας για το πλαίσιο της μεταμνημονιακής παρακολούθησης. Υποσχόμαστε, στο επόμενο σημείωμα, να πάμε απευθείας στον πυρήνα της εδώ παρουσίας της τρόικας.