Toυ Γιώργου Μπιθυμήτρη
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Θεματικοί Πυρήνες Pro Rata
Η υπόθεση περί εγγενούς «αντι-επιχειρηματικού» κλίματος στην ελληνική κοινή γνώμη, διατυπώνεται συχνά ως ερμηνευτικός παράγοντας της αδυναμίας της χώρας να εξέλθει από τον κύκλο της οικονομικής ύφεσης. Η υπόθεση αυτή, συναρθρώνεται με ένα συνολικότερο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο ο «εξαιρετισμός» που χαρακτηρίζει ιστορικά τον ελληνικό κοινωνικό και οικονομικό σχηματισμό, εκδηλώνεται και στον μακροχρόνιο εγκλωβισμό σε μία υφεσιακή κατάσταση, όταν άλλες οικονομίες που δοκίμασαν παρόμοιες «συνταγές» δημοσιονομικής σταθεροποίησης, έχουν επανέλθει προ πολλού σε αναπτυξιακές τροχιές. Φυσικά στα αίτια του «εξαιρετισμού» δεν υπάρχει μία επικρατούσα ερμηνεία: η πελατειακή φύση του κράτους, ο αντιφατικός εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής, η ασθενής κοινωνία πολιτών έναντι του «υπερφορτωμένου» πολιτικού συστήματος, το κρατικοδίαιτο επιχειρείν, η πυκνή ιδεολογική, πολιτισμική και οικονομικά αντιπαραγωγική παρουσία του «μικροαστισμού», οι προνεωτερικές επιβιώσεις στη λειτουργία και την ταυτότητα της ελληνικής οικογένειας, είναι μερικές μόνο από τις όψεις που επικαλούνται τα μεγάλα αναλυτικά σχήματατης εγχώριας πολιτικής επιστήμης, καθώς εξετάζουν την ελληνική περίπτωση.
Στο πλαίσιο μιας κριτικής προσέγγισης της παραπάνω υπόθεσης, θα μπορούσε να εξετάσει κανείς μερικότερα ερωτήματα, όπως είναι η τοποθέτηση του εκλογικού σώματος στο ζήτημα της φορολογίας των επιχειρήσεων. Προφανώς οι απαντήσεις στο ερώτημα για το αν η φορολογία των επιχειρήσεων πρέπει να είναι χαμηλότερη ή όχι, από μόνες τους δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν δηλωτικές της στάσης της κοινωνίας απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό αφενός αν συνεξετάζονταν ερωτήματα που εξειδικεύουν τη στήριξη της επιχειρηματικότητας μέσω ευνοϊκότερης φορολογίας (λ.χ. κατά μέγεθος επιχείρησης ή κλάδο παραγωγής), αφετέρου αν η συγκεκριμένη προτεραιότητα εξεταζόταν σε αντίστιξη με άλλες, όπως η ανάγκη στήριξης του κοινωνικού κράτους.
Παρόλα αυτά, η ανάλυση των χαρακτηριστικών όσων υποστηρίζουν σθεναρά τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις και όσων εκφράζουν σκεπτικισμό, ή ακόμα και απόρριψη, μας επιτρέπει να ξανασκεφτούμε την υπόθεση περί της ιδιάζουσας (και δη αρνητικής) στάσης του ελληνικού εκλογικού σώματος απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Ξεκινώντας από μια γενικότερη τάση, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της έρευνας που διενήργησε η Prorata (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2016), το 81% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι συμφωνούν με την άποψη ότι «η φορολογία των επιχειρήσεων πρέπει να είναι χαμηλότερη», ενώ μόλις το 8% δήλωσαν ότι διαφωνούν με αυτήν τη δήλωση Τα ποσοστά δεν διαφοροποιούνται σημαντικά με βάση το μορφωτικό επίπεδο, με εξαίρεση ίσως τους αποφοίτους της Τεχνικής και μεταδευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΙΕΚ), για τους οποίους τα ποσοστά συμφωνίας είναι συγκριτικά χαμηλότερα (69% για τους πρώτους και 75% για τους δεύτερους) και οι οποίοι εμφανίζουν και τα υψηλότερα ποσοστά απόρριψης της δήλωσης (20% όταν το αντίστοιχο ποσοστό είναι 8% στο γενικό πληθυσμό).
Η επαγγελματική κατηγορία παρουσιάζει μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις: με την προφανή εξαίρεση των εμπόρων, που τάσσονται, όπως είναι ευνόητο, ομοθυμαδόν υπέρ της μείωσης των φόρων των επιχειρήσεων (συμφωνούν απόλυτα κατά 100%), υψηλά ποσοστά συμφωνίας εκδηλώνουν οι αγρότες, οι φοιτητές και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Από την άλλη πλευρά, η επαγγελματική κατηγορία στην οποία εντοπίζονται τα μεγαλύτερα ποσοστά απόρριψης, είναι οι άνεργοι (11%), κάτι που όμως είναι μάλλον αναμενόμενο, αν δει κανείς τα έσοδα που προκύπτουν από τη φορολογία των επιχειρήσεων και τα έσοδα που προκύπτουν από την μείωση κοινωνικών δαπανών, ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος.
Διαφοροποίηση στις θέσεις που εκφράζουν οι απασχολούμενοι στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα δεν παρατηρείται επίσης. Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι μάλιστα, εμφανίζουν μεγαλύτερο σκεπτικισμό απέναντι στη μείωση των φορολογικών βαρών των επιχειρήσεων, κάτι που δείχνει ενδεχομένως ότι το αφήγημα περί ενιαίου μετώπου εργαζομένων-εργοδοτών της «πραγματικής οικονομίας» επί ενός σπάταλου δημόσιου τομέα, δεν είναι τόσο διεισδυτικό, ή τουλάχιστον δεν φαίνεται τόσο αρραγές. Ένα ακόμα ενδιαφέρον εύρημα εδώ, αφορά την ένταση της θετικής τοποθέτησης των φοιτητών του δείγματος (90%). Ως προς την ηλικία, τέλος, σημειώνεται ότι τα χαμηλότερα ποσοστά υποστήριξης της μείωσης των φόρων εντοπίζονται στην ομάδα 35-44.
Από τα κοινωνικοδημογραφικά λοιπόν δεδομένα της έρευνας, θα λέγαμε ότι η πιθανότητα μιας «αποστασιοποίησης» από την πρόταση μείωσης των φόρων για τους επιχειρηματίες, αυξάνει μεταξύ των αποφοίτων επαγγελματικής εκπαίδευσης (ΙΕΚ) και Τεχνικής εκπαίδευσης,των ανέργων, των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και της ηλικιακής ομάδας 35-44. Σε ποιο βαθμό είναι άραγε «ταξική» αυτή η περιορισμένη, αλλά κοινωνικοταξικά ευδιάκριτη αποστασιοποίηση; Καταρχήν, συμπληρώνοντας την κοινωνικοδημογραφική ανάλυση, η πιθανότητα υποστήριξης της επιχειρηματικότητας, μέσω της ευνοϊκότερης φορολόγησης, αυξάνει σημαντικά στους εμπόρους, στους αγρότες, στους φοιτητές και στους ελεύθερους επαγγελματίες. Άρα, όντως η διαχωριστική γραμμή μισθωτοί/μη μισθωτοί, φαίνεται να διαδραματίζει κάποιον ρόλο, στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό.
Κατά δεύτερον, από τη διασταύρωση της στάσης απέναντι στη μείωση των επιχειρηματικών φόρων, με τη στάση απέναντι στο ενδεχόμενο να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, προκύπτει αβίαστα η θετική συσχέτιση μεταξύ των δύο στάσεων: η πιθανότητα να στηρίζει κανείς, ή να απορρίπτει και τα δύο ταυτόχρονα είναι ιδιαίτερα αυξημένη, έναντι της πιθανότητας «υβριδικών» στάσεων. Το ίδιο μοτίβο απαντήσεων, αλλά με χαμηλότερη ένταση, προκύπτει και με τη διασταύρωση της υπό εξέταση ερώτησης, με την ερώτηση «Δημόσιοι υπάλληλοι των οποίων η επίδοση αξιολογείται αρνητικά θα πρέπει να απολύονται».
Υπάρχουν επομένως κάποιες ενδείξεις, σχετικά με το ιδεολογικό περιεχόμενο της πρόσληψης του ερωτήματος και την πιθανή συσχέτιση με την ταξική θέση/ένταξη. Είναι εξαιρετικά χρήσιμο να σημειωθεί εδώ, ακόμα και παρενθετικά, ότι η κοινωνική τάξη, παρά την ταλαιπωρία που έχει υποστεί στο πλαίσιο των θετικιστικών ντετερμινιστικών προσεγγίσεων, δεν είναι απλώς μια οικονομική, στατιστική κατηγορία. Η ένταξη σε αυτήν έχει πολιτικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές συνδηλώσεις, των οποίων μάλιστα η υποτίμηση, καταλήγει άλλοτε στον Προκρούστη, άλλοτε στον Πιτυοκάμπτη: σε περιόδους σχετικής κανονικότητας στις λειτουργίες των πολιτικών συστημάτων, η κοινωνική τάξη θεωρείται ξεπερασμένη αναλυτική κατηγορία, με περιορισμένη ερμηνευτική ισχύ. Αίφνης όμως, υπό την πίεση να ερμηνευθούν διάφορες «τερατογενέσεις» ακροδεξιάς κοπής, ο δημόσιος λόγος ανακαλύπτει με χαρακτηριστική ευκολία το χαμένο ταξικό υποκείμενο, προσδίδοντάς του ενότητα κατά το δοκούν. Ας επιστρέψουμε όμως στην συγκεκριμένη μεταβλητή που εξετάζουμε, για να δούμε κατά πόσο η ταξικότητα που εντοπίσαμε παραπάνω, διαμεσολαβείται από την πολιτική συμπεριφορά.
Μετατοπίζοντας την εστία μας στην ανάλυση ψήφου, παρατηρούμε μια σχετικά ομοιογενή τοποθέτηση υπέρ της μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων, με την ηχηρή εξαίρεση του ΚΚΕ, του οποίου η εκλογική βάση (του Σεπτεμβρίου του 2015) εμφανίζει την εξής μοναδικότητα: το άθροισμα των υποστηρικτών της μείωσης (46%), είναι μικρότερο από το άθροισμα όσων τοποθετούνται ουδέτερα, ή αρνητικά (54%). Η μη θετική προδιάθεση που εκδηλώνεται στον κομμουνιστικό πολιτικό χώρο, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε με σχετική ασφάλεια ότι, είναι ένδειξη μιας συνολικότερης ταξικής ιδεολογικής τοποθέτησης, κάτι στο οποίο συνηγορεί η ανάλυση της αυτοτοποθέτησης στον άξονα Αριστερά-Δεξιά. Η απόλυτη διαφωνία με τη στήριξη των επιχειρήσεων μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων, αντιπροσωπεύει όσους βρίσκονται πολύ κοντά στο αριστερό άκρο του άξονα.
Μένοντας στην ανάλυση της ψήφου, το υψηλότερο ποσοστό συμφωνίας με τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, εμφανίζουν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ/Δημοκρατικής Συμπαράταξης (94%), ακολουθούν οι ψηφοφόροι των ΑΝΕΛ (90%), της ΝΔ (88%) και της Ένωσης Κεντρώων (87%), με τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και του Ποταμιού να ακολουθούν με πολύ μικρή διαφορά μεταξύ τους, ως προς τη θετική στάση (83% και για τα δύο κόμματα). Σε σχέση με το Ποτάμι, ενδιαφέρον έχει το ποσοστό όσων τοποθετούνται αρνητικά (13%), που είναι και το υψηλότερο ποσοστό διαφωνίας, μετά από αυτό των ψηφοφόρων του ΚΚΕ. Ίσως εδώ η σοσιαλδημοκρατική κληρονομιά της «μεροληψίας» υπέρ του κοινωνικού κράτους έναντι της επιχειρηματικότητας, στο κομμάτι των ψηφοφόρων που προέρχονται από την κεντροαριστερά, να εξηγεί αυτή τη συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση όμως η ερμηνεία μιας τέτοιας «παραδοξότητας» απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. Μιλώντας για «παράδοξα», οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής συμφωνούν κατά 74% με τη φορολογική στήριξη των επιχειρήσεων, κάτι που συνάδει με την πλειοδοσία των βουλευτών της ΧΑ υπέρ των φοροαπαλλαγών συγκεκριμένων επιχειρηματικών ελίτ (πλοιοκτήτες, βιομηχανία μετάλλου). Ωστόσο, το σχετικά υψηλό ποσοστό της μη θετικής στάσης, μας υπενθυμίζει την ακροδεξιά επιρροή σε κοινωνικές κατηγορίες (άνεργοι, άτομα που δεν ολοκλήρωσαν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, νεολαία) που ενδεχομένως ελκύονται από τον κοινωνικό προστατευτισμό της άκρας δεξιάς, ενώ παράλληλα εκδηλώνουν μια αμφίθυμη στάση έναντι της επιχειρηματικότητας.
Συνοψίζοντας, η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη μείωση των φόρων που πληρώνουν οι επιχειρήσεις, φαίνεται πως ακολουθεί μια γενικότερη τάση που εμφανίζεται στις λεγόμενες post-crisis economies: υποστήριξη του επιχειρείν, ως στρατηγική επίτευξης αντί-υφεσιακών αποτελεσμάτων (συνήθως σε αντίστιξη με τις δαπάνες για κοινωνικό κράτος), που όμως συνυπάρχει με μία «αποστασιοποίηση» από την επικρατούσα τάση υποστήριξης, η οποία φαίνεται να έχει και ταξικές προεκτάσεις, ειδικά αν συνεξεταστούν κοινωνικές και ιδεολογικές μεταβλητές. Το τελευταίο σημείο, πιθανότατα θα ήταν περισσότερο ευδιάκριτο, αν προστίθετο ανάλογο ερώτημα, που να εξειδίκευε τη δυνητική φοροελάφρυνση στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Σε κάθε περίπτωση, δεν επιβεβαιώνεται κάποια sui generis περίπτωση συλλογικής στάσης απέναντι στην επιχειρηματικότητα και πολύ λιγότερο κάποια ανορθολογικού τύπου συμπεριφορά που να δικαιολογεί το επιχείρημα ότι το ελληνικό επιχειρείν αποτελεί θύμα μιας μαζικής μεταπολιτευτικής κουλτούρας στοχοποίησης και ενοχοποίησης.