Από την έντυπη έκδοση
Του Guntram Wolff
Διευθυντής στο ευρωπαϊκό think tank, Bruegel
Όσο πλησιάζει το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου για τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η έκβαση μοιάζει πιο αβέβαιη από ποτέ. Ορισμένες δημοσκοπήσεις δείχνουν μικρό προβάδισμα για το στρατόπεδο της παραμονής. Άλλες δείχνουν το αντίθετο. Η εμπειρία δείχνει ότι η έκβαση των δημοψηφισμάτων είναι απρόβλεπτη και η πιθανότητα εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σίγουρα αρκετά υψηλή ώστε να δικαιολογεί μια διεξοδική ανάλυση των επιπτώσεων μιας αντίστοιχης εξέλιξης. Πέρα από τα προβλήματα που θα δημιουργούσε για την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου και για την εσωτερική πολιτική του, θα ήθελα να τονίσω τρεις βασικές παραμέτρους.
Το πρώτο ερώτημα αφορά τις οικονομικές συνέπειες της εξόδου. Πολλές διεθνείς εταιρείες, συμπεριλαμβανομένου του ιαπωνικού ομίλου Hitachi, έχουν ανακοινώσει ότι αν επικρατήσει η ψήφος της εξόδου μάλλον θα μετακινήσουν ορισμένες από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις τους εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου. Ορισμένες αμερικανικές τράπεζες, με έδρα το Λονδίνο, έχουν αναφέρει σε ιδιωτικές συζητήσεις ότι το νομικό καθεστώς της βρετανικής πρωτεύουσας για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών στην Ε.Ε. είναι αναπόσπαστο μέρος του επιχειρηματικού μοντέλου τους, τη στιγμή που ο κυριότερος εμπορικός εταίρος του Ηνωμένου Βασιλείου είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναμφίβολα, η απόφαση αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να έχει σημαντικές οικονομικές συνέπειες.
Το μέγεθος των οικονομικών επιπτώσεων θα εξαρτηθεί από τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν μετά την απόφαση αποχώρησης. Αν το Ηνωμένο Βασίλειο αποφασίσει να ξεκινήσει επισήμως τη διαδικασία της εξόδου, θα χρειάζονταν έως και δύο χρόνια για μια συμφωνία επί των όρων του διαζυγίου. Αυτό θα μπορούσε να συνοδευτεί από αρκετά χρόνια διαπραγματεύσεων για την εγκαθίδρυση νέων εμπορικών συμφωνιών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και όλων των βασικών οικονομικών εταίρων με τους οποίους η Ε.Ε. διατηρεί σήμερα συμφωνίες εμπορίου και επενδύσεων.
Είναι δύσκολο να προβλεφθούν τα αποτελέσματα όλων των νέων συνθηκών. Όμως, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι σημαντικά μικρότερη οικονομική δύναμη από την Ε.Ε., είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι όροι των συμφωνιών θα είναι ευνοϊκοί για το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι βέβαιο ότι θα επιμείνει στην τήρηση των κανόνων που διέπουν την ευρωπαϊκή αγορά, αν το Ηνωμένο Βασίλειο θα επιθυμεί το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών μαζί της. Για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα θεσμικά της όργανα, κατά πάσα πιθανότητα, θα προσπαθήσουν να επανατοποθετήσουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο εμπορικές συναλλαγές σε ευρώ, αλλά θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να προχωρήσουν περαιτέρω και να αναγκάσουν περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες να εγκατασταθούν στην ευρωπαϊκή επικράτεια.
Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της απόφασης για αποχώρηση από την Ε.Ε. είναι υποτιμημένες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια μοναδική κατασκευή, που γεννήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να διαμορφώσει μια ειρηνική ευρωπαϊκή ήπειρο βασισμένη σε νόμους και θεσμούς. Σε πρακτικούς όρους, έχει γίνει ένα καθημερινό φόρουμ αλληλεπίδρασης για τους αξιωματούχους όλων των επιπέδων, που επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών σε 28 χώρες. Είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί η σημασία αυτού του δικτύου. Στην πραγματικότητα, σε μια εποχή κατά την οποία οι συγκρούσεις έχουν μετατοπιστεί από σκληρές αντιπαραθέσεις σε περισσότερο «υβριδικές διαμάχες», τα δίκτυα, οι θεσμοί, η προσωπική εμπιστοσύνη και η ανταλλαγή πληροφοριών έχουν γίνει ένα ουσιαστικό στοιχείο σταθερότητας.
Τέλος, ένα Brexit θα ήταν οικονομικά και πολιτικά επιζήμιο για την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια ψήφος υπέρ της εξόδου θα μπορούσε να πυροδοτήσει λαϊκιστικά συναισθήματα σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυξάνοντας ενδεχομένως τα αιτήματα για τη διαπραγμάτευση ειδικών σχέσεων με την Ε.Ε., με λιγότερες ευθύνες και τα ίδια οφέλη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα η Γερμανία και η Γαλλία θα πρέπει να προετοιμάσουν μια απάντηση σε αυτές τις τάσεις. Το να καταστήσουν δαπανηρή την έξοδο είναι μία προσέγγιση που ορισμένες χώρες μπορεί να θέλουν να ακολουθήσουν. Αυτό θα έστελνε ένα σήμα, αλλά θα ήταν δαπανηρό όχι μόνο για το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και για την ήπειρο, που χρειάζεται απεγνωσμένα να διατηρήσει τη σταδιακή της ανάκαμψη.
Ως εκ τούτου, οι παράγοντες χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επικεντρωθούν στη βελτίωση των προοπτικών της οικονομικής ανάπτυξης της Ε.Ε. και την ενίσχυση της δημοκρατικής της νομιμότητας. Συνολικά, μια ψήφος αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου θα ήταν μια ιδιαίτερα αποδιοργανωτική εξέλιξη τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Οι φορείς χάραξης πολιτικής σε ολόκληρο τον κόσμο θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι.