Από την έντυπη έκδοση
ΝΑΤΑΣΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ
[email protected]
Δεν υπάρχουν επίσημες μετρήσεις. Είναι, όμως, σχεδόν βέβαιο ότι η πλέον πολυ-ειπωμένη και ταυτόχρονα η πλέον αντιδημοφιλής λέξη των τελευταίων πέντε ετών στην Ελλάδα δεν είναι άλλη από το «μνημόνιο».
Ευχάριστα στην κοινή γνώμη ακούστηκε μόνο σε μια περίπτωση: όταν κάποιοι μίλησαν για το «σκίσιμό» του.
Αλλά, όπως πληροφορηθήκαμε από επίσημα χείλη πρόσφατα, αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα «σχήμα λόγου».
Το ίδιο ίσχυε προφανώς και για την προηγούμενη κυβέρνηση, που το έσκιζε «σελίδα – σελίδα», αλλά εκείνο όλο και «αβγάτευε».
Και οι ψηφοφόροι θα έπρεπε προφανώς να το έχουν καταλάβει και στις δύο περιπτώσεις να μην το εκλάβουν κυριολεκτικά.
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για άλλες λέξεις, που έγιναν της μόδας μέσα στην κρίση, από τις «μεταρρυθμίσεις» έως την «εξυγίανση», οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκαν κενές ουσιαστικού περιεχομένου, τίποτα περισσότερο από ευφημισμοί.
Η τάση των πολιτικών να επιλέγουν τη μεθοδευμένη ρητορική αντί της ουσίας, να πλάθουν έναν λόγο βασισμένο σε επικοινωνιακά τρικ και συχνά σε πλήρη αναντιστοιχία με την κοινωνική πραγματικότητα, να στηρίζονται στην ασάφεια για να πείσουν, να καθησυχάσουν, να χαϊδέψουν αυτιά, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο.
Σε περιόδους κρίσης, όμως, όπως αυτή που βιώνουμε εμείς τα τελευταία χρόνια, η τάση εντείνεται σε βαθμό που να κάνει ακόμη και την επισήμανση του Τζορτζ Οργουελ να ακούγεται επιεικής: «Η γλώσσα της πολιτικής είναι σχεδιασμένη να κάνει τα ψέματα να ακούγονται αληθή και το έγκλημα αξιοπρεπές, να δίνει μια εικόνα στερεότητας στον αέρα».
Και αυτό δεν πρέπει να μας ενοχλεί τόσο για ηθικοπλαστικούς λόγους όσο για ουσιαστικούς.
Γιατί η γλώσσα είναι ένας «ιός», όπως έλεγε ο Γουίλιαμ Μπάροουζ.
Η ρητορική που επιλέγουν οι πολιτικοί επηρεάζει άμεσα τη συνείδηση της κοινής γνώμης, οι λέξεις προκαλούν εντυπώσεις και παγιώνουν αντιλήψεις – τις οποίες δύσκολα μπορείς μετά να ανατρέψεις.
Στα «ψέματα» ή τις μισές αλήθειες, εν τω μεταξύ, έρχονται να προστεθούν και τα «μυστικά».
Οι διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους εταίρους στις συνεδριάσεις του Eurogroup και των Συνόδων Κορυφής είναι κεκλεισμένων των θυρών και το περιεχόμενο απόρρητο.
Πρακτικά δεν τηρούνται και αυτό συμβαίνει για να μην προκαλείται αναστάτωση στις αγορές ή την πολιτική σκηνή.
Το αποτέλεσμα, όμως, είναι συχνά το ακριβώς αντίθετο, καθώς πάντα διαρρέουν πληροφορίες από τη μία και από την άλλη πλευρά – πολλές φορές αντικρουόμενες.
Και φτάνει η στιγμή που όλοι αντιλαμβάνονται πως «μυστικά» και «ψέματα» δεν βοηθούν κανέναν.