Skip to main content

Μην κατηγορείτε το πετρέλαιο

Από την έντυπη έκδοση

Της Εφης Τριήρη
[email protected]

Το φθηνό πετρέλαιο ήρθε για να μείνει. Τουλάχιστον για ένα ακόμη εξάμηνο, όπως προβλέπουν οι περισσότεροι αναλυτές. Το φθηνό πετρέλαιο απέτυχε να προσφέρει το πολυαναμενόμενο ελιξίριο για την οικονομική στασιμότητα της Δύσης. Αντ’ αυτού, η επίμονα απογοητευτική ανάπτυξη της Δύσης, την οποία μοιράζεται τώρα και η Κίνα, έχει αναδειχθεί σήμερα σε παράγοντα που διατηρεί σε χαμηλά επίπεδα τις τιμές πετρελαίου, αφού μειώνεται η ζήτηση από τις κορυφαίες καταναλώτριες χώρες του πλανήτη.

Από την άλλη, οι αγορές έτρεφαν παλαιότερα την πεποίθηση ότι η αστάθεια, ειδικά στη Μέση Ανατολή, συνεπάγεται αύξηση των τιμών πετρελαίου. Τώρα, όμως, η αστάθεια σημαίνει πτώση των τιμών. Το κίνητρο που ώθησε τη Σαουδική Αραβία να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου της σε επίπεδα ρεκόρ είναι ο ακήρυχτος πόλεμος κατά του Ιράν και του συμμάχου του Ιράν, της Ρωσίας.

Η Ρωσία, που θα περίμενε κάποιος να δει την παραγωγή της να μειώνεται όταν επιβλήθηκαν οι κυρώσεις από τη Δύση, ξάφνιασε πολλούς όταν η παραγωγή της χτύπησε μετασοβιετικό ρεκόρ τον Δεκέμβριο. Σε αυτό συνέβαλε η αποφασιστικότητα του Κρεμλίνου να μειώσει τη συναλλαγματική αξία του ρουβλίου. Αυτό το παιχνίδι Ρωσίας-Σαουδικής Αραβίας κατευθύνει τώρα την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου και κατά συνέπεια την τιμή του.

Προσοχή όμως, λέει η «WSJ», το φθηνό πετρέλαιο είναι απλώς σύμπτωμα και όχι αιτία της παγκόσμιας γεωπολιτικής αναστάτωσης. Και εξηγεί ότι όταν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν προσήρτησε την Κριμαία στη Ρωσία, τον Μάρτιο του 2014, η τιμή πετρελαίου κυμαινόταν στα 104 δολάρια το βαρέλι. Επίσης, η Αραβική Ανοιξη ξέσπασε σε μία περίοδο που η τιμή πετρελαίου ήταν υψηλή, μην υποχωρώντας κάτω από τα 100 δολάρια το βαρέλι μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2014, όταν η περιοχή παρέμενε τυλιγμένη στις φλόγες. Γι’ αυτό, λοιπόν, οι αγορές θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στην ιστορική πρόκληση που ταλανίζει τον βιομηχανικό κόσμο, στο χρέος και στην οικονομική στασιμότητα, κάτι το οποίο δεν πρόκειται να ξεπεραστεί χωρίς μία ριζική αναδιάρθρωση του φορολογικού κώδικα και των ρυθμιστικών συστημάτων.