Από την έντυπη έκδοση
Του Γεωργίου Μέργου
Ομότιμου καθηγητή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην γ.γ. του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
Η μακρόσυρτη διαπραγμάτευση αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι ως κοινωνία δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Η μεγάλη διάρκεια της κρίσης αποδεικνύει ότι έχουν γίνει λάθη στη διάγνωση για τα αίτια της κρίσης. Η πραγματική αιτία της κρίσης δεν ήταν το χρέος και το έλλειμμα, αλλά η αδράνεια αντιμετώπισης των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας και, ως γνωστόν, προϋπόθεση για αποτελεσματική θεραπεία είναι η σωστή διάγνωση.
Ακόμη και σήμερα παρουσιάζεται μεγάλη καθυστέρηση, αν όχι ιδεολογική αντίθεση, στην υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που υπονομεύουν την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας, όπως αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, τη λειτουργία των αγορών, τις ιδιωτικοποιήσεις, την εκπαίδευση, την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων κ.λπ. Ακόμη, ανατρέπονται μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί στη φορολογία, την εκπαίδευση, την υγεία, κ.ά. Αυτή η αντίδραση στην προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών απομακρύνει την έξοδο από την κρίση και αναπόφευκτα οδηγεί σε νέα δημοσιονομικά μέτρα με οδυνηρές κοινωνικές συνέπειες.
Ο ισχυρισμός ότι αιτία της κρίσης ήταν το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 και το υψηλό χρέος είναι λάθος διάγνωση, αν όχι στρέβλωση με πολιτικά κίνητρα, όπως προκύπτει από πλήθος δημοσιευμάτων και αναλύσεων στη διεθνή βιβλιογραφία. Ο πυρήνας της κρίσης είναι η μεταρρυθμιστική αδράνεια που οδήγησε σε συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα, σταδιακή διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και διαχρονική διόγκωση του χρέους.
Αυτό το μεταρρυθμιστικό έλλειμμα συνεχίζεται ακόμη και σήμερα και η λέξη «μεταρρυθμίσεις» έχει αποκτήσει έντονα αρνητικό περιεχόμενο. Η διόγκωση του δημοσίου χρέους, μετά το 2009, είναι αποτέλεσμα της κρίσης και όχι αιτία της. Η προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης τον Μάιο του 2010 ήταν, πράγματι, αποτέλεσμα της αδυναμίας αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους από τις αγορές, με οδυνηρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Όμως, αμφιβάλλει κανείς σήμερα ότι αν είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα αμέσως μετά τις εκλογές του 2009, πιθανόν να μην είχε αποκλειστεί η χώρα από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές;
Η ένταξη στο ευρώ τροφοδότησε μια γενικευμένη ευφορία, που ξεκίνησε με την άνοδο του χρηματιστηρίου και την ταχύτατη πιστωτική επέκταση. Ταυτόχρονα, η ακύρωση μετά το 2000 της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, όχι μόνο στο ασφαλιστικό, αλλά και στη δημόσια διοίκηση και σε άλλους τομείς, είχε σαν αποτέλεσμα τη συνεχή διάβρωση της ανταγωνιστικότητας, που οδήγησε σταδιακά σε συνεχή χειροτέρευση του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών, που είναι ο καθρέφτης της υγείας μιας οικονομίας.
Οι μεταρρυθμίσεις, αναγκαία προϋπόθεση για να σταθεί η ελληνική οικονομία στην Ευρωζώνη, σταμάτησαν γιατί η ένταξη στο ευρώ θεωρήθηκε από την πολιτική ηγεσία, αλλά και από την κοινωνία ως τερματισμός της προσπάθειας για δημοσιονομική προσαρμογή, αντίθετα με την υπόλοιπη Ευρωζώνη όπου η ένταξη ήταν απαρχή, με την Ατζέντα 2000 και τη Στρατηγική της Λισαβόνας, για μεταρρυθμίσεις και εσωτερική υποτίμηση. Η υποχώρηση στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι πασίγνωστο παράδειγμα, αλλά υπάρχουν πάμπολλα άλλα λιγότερο γνωστά.
Αρκετά πριν από την όξυνση της κρίσης υπήρχαν πολλές προειδοποιήσεις για υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας, αδυναμίες οργάνωσης και λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων που δεν εκτιμήθηκαν (European Sustainability Index, European Political Economy Programme). Ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Κ. Δρακάτος (Ακαδημία Αθηνών 30/12/2008 και Βήμα 13/6/2009) μιλούσε για άγνοια κινδύνου που διακατείχε μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας.
Ο γράφων, στο άρθρο του «Μονόδρομος οι μεταρρυθμίσεις» (Βήμα 25/4/2009) και «Γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις» (Βήμα 25/5/2009), έγραφε: «Δεν θα ήταν συνετή επιλογή μια καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων, γιατί αναιρεί την πορεία προς μια μονιμότερη ανάκαμψη της οικονομίας». Η διάγνωση του Δρακάτου ήταν ορθή, όπως και τα μέτρα της κυβέρνησης στις αρχές του 2009 ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Ορθή, επίσης, ήταν και η προσπάθεια για συναίνεση στις αρχές του 2009. Αλλά η πολιτική μετά τον Οκτώβριο 2009 ήταν καταστροφική.
Ακόμα και μέχρι τις αρχές του 2010 υπήρχε χρόνος για να αντιμετωπιστεί η κρίση και υπήρχε η δυνατότητα λήψης μέτρων που θα παρείχε τον αναγκαίο χρόνο στην ελληνική οικονομία και κοινωνία για μια σχετικά ομαλότερη δημοσιονομική προσαρμογή. Η λάθος διάγνωση και οι ενέργειες στο μοιραίο εξάμηνο Οκτώβριος 2009 – Μάιος 2010 οδήγησαν σε κρίση δανεισμού και ένταξη στον μηχανισμό στήριξης. Ακολούθησε αναγκαστική, ταχεία και οδυνηρή εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν σαφώς ηπιότερα και λιγότερο οδυνηρά. Οι επιλογές μετά τον Οκτώβριο 2009 και η αδράνεια στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων οδήγησαν σε δημοσιονομική προσαρμογή δυσανάλογα μεγάλη, βίαιη και οδυνηρή, βάζοντας τη χώρα σε ένα σπιράλ οικονομικής ύφεσης, διόγκωσης του δημοσίου χρέους και κοινωνικής εξάντλησης. Αναμφίβολα, η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν αναγκαία, όμως θα ήταν πολύ ηπιότερη αν είχαν υλοποιηθεί οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.