Από την έντυπη έκδοση
Η διαπραγμάτευση Ελλάδας και Ευρωζώνης αποτελεί μια ευκαιρία για τους δανειστές να διορθώσουν τα τεράστια λάθη που διέπραξαν στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά εναπόκειται στην ελληνική πλευρά, στο λίγο χρόνο που έχει, να πείσει με τα επιχειρήματά της για τα αυτονόητα.
Δύο είναι τα βασικά σημεία που διεκδικεί η Ελλάδα. Η διευθέτηση του χρέους και η εκλογίκευση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η πρόταση του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη για το χρέος ισορροπεί μεταξύ του «κουρέματος» και της επιμήκυνσης.
Οι εταίροι το 2012 κατέστρωσαν ένα εξαιρετικά πρόχειρο σχέδιο βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και υποσχέθηκαν νέα διευθέτηση, εάν η Ελλάδα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα.
Η τρόικα αναγνώρισε ότι επιτεύχθηκε, αλλά οι εταίροι κωλυσιεργούν στην υλοποίηση της δέσμευσης.
Από τα τρέχοντα στοιχεία προκύπτει πως το χρέος είναι σήμερα στα 324 δισ. ευρώ, το ΑΕΠ στο ποσό των 179 δισ. ευρώ, ήτοι 181% του ΑΕΠ. Με αβέβαιες αναπτυξιακές προοπτικές, ασφαλώς και δεν είναι βιώσιμο.
Δηλαδή, η Ελλάδα δεν μπορεί να το εξυπηρετεί με τη δομή που έχει σήμερα και δεν θα μπορεί ούτε την επόμενη δεκαετία, ακόμη και εάν όλα εξελιχθούν βάσει προγράμματος.
Με τη συμφωνία του 2012, η τρόικα υποχρέωσε την Ελλάδα, κυριολεκτικά, να «κρύβει τόκους κάτω από το χαλί». Συγκεκριμένα, δεν καταβάλλει τώρα τόκους για τα δάνεια του EFSF μέχρι και το 2021.
Παράδειγμα, αντί το 2015 να πληρωθούν τόκοι ύψους 9,2 δισ. ευρώ, θα πληρωθούν μόνο 6,1 δισ. ευρώ, και το ποσό των 3,1 δισ. ευρώ μεταφέρεται στην επόμενη δεκαετία.
Αποτέλεσμα, το 2022, μόνο οι τόκοι να φτάνουν σε 24,5 δισ. ευρώ και το 2023 σε 17,6 δισ. ευρώ! Αδιέξοδο δηλαδή, που αποκαλύπτει και την προχειρότητα του σχεδιασμού.
Επειδή το σενάριο της βιωσιμότητας του χρέους δεν έβγαινε ούτε με τα τρικ, τέθηκαν συμπληρωματικά υψηλοί στόχοι στα πρωτογενή πλεονάσματα.
Δηλαδή, η διαφορά εσόδων και δαπανών πλην των τόκων, που διατίθεται για την αποπληρωμή του χρέους.
Το ισχύον (ακόμη) πρόγραμμα, το μνημόνιο, προβλέπει πως η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα φέτος 3% του ΑΕΠ ή 5,7 δισ. ευρώ.
Για το 2016 και τα επόμενα χρόνια, τα πλεονάσματα θα πρέπει να ανέλθουν στο 4,5% του ΑΕΠ ή σε περίπου 9 δισ. ευρώ. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιτευχθούν οι συγκεκριμένοι στόχοι, εκτός και εάν κάθε χρόνο επιβάλλονται εισπρακτικά μέτρα και μειώνονται οι συντάξεις κ.λπ.
Οι ξένοι τεχνοκράτες της τρόικας δεν είχαν κανένα πρόβλημα να βάλουν τους συγκεκριμένους ή και υψηλότερους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Μήπως οι ίδιοι θα τα πλήρωναν; Ομως, αυτά τα πλεονάσματα υπογράφηκαν και θεωρήθηκαν επιτεύξιμα και από την ελληνική πλευρά…
ΠΑΝΟΣ Φ. ΚΑΚΟΥΡΗΣ – [email protected]