Του Ηλία Θ. Ντούφα
δασολόγου – περιβαλλοντολόγου, PhD, MSc
Τις τελευταίες δεκαετίες οι ανεξέλεγκτες δασικές πυρκαγιές στον Ελληνικό χώρο, αλλά και στην Πάρνηθα ειδικότερα, αποτελούν σοβαρότατη φυσική καταστροφή, καθώς, αφενός μεν βρίσκουν ευνοϊκές συνθήκες εξάπλωσης σε ένα ιδιαιτέρως εύφλεκτο φυσικό περιβάλλον τόσο από άποψη κλίματος, όσο και βλάστησης, αφετέρου δε επειδή οι επιπτώσεις τους στον κοινωνικό και οικολογικό τομέα έχουν μεγεθυνθεί.
Το όρος Πάρνηθα είναι το μεγαλύτερο από τα τρία όρη που εξαπλώνονται στο λεκανοπέδιο Αττικής και παρουσιάζει πλούσιο ανάγλυφο, ποικιλία γεωλογικών σχηματισμών και έχει τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα. Αίτια για την ποικιλομορφία και την ανομοιογένεια της βλάστησής του αποτελούν μεταξύ άλλων: α) η ποικιλία των βιοτόπων, β) η ιδιαιτερότητα των πετρωμάτων, γ) η μακροχρόνια επίδραση του ανθρώπου και δ) η γειτνίασή του με τον αστικό ιστό πόλεων της Αττικής. Αποτελεί περιοχή ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος λόγω του φυσικού του περιβάλλοντος ως προς την πλούσια βιοποικιλότητα σε τύπους βλάστησης (δάση με έλατο και πεύκο, αείφυλλα πλατύφυλλα, φρύγανα, χορτολίβαδα, ελαιώνες και αγροτικές καλλιέργειες). Επίσης, το ξεχωριστό του μικροκλίμα και η γεωμορφολογία του του προσδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Για την εκτίμηση του κινδύνου πυρκαγιάς απαιτείται ο προσδιορισμός της χωρικής και της χρονικής συνιστώσας (βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη) μέσω Γεωγραφικών Πληροφοριακών Συστημάτων. Τα σύμπυκνα δάση και οι θαμνότοποι καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του όρους, δημιουργώντας ένα πυριγενές περιβάλλον που ευνοεί τη συχνή εμφάνιση δασικών πυρκαγιών. Υφίστανται μεγάλες πιθανότητες ανάφλεξης διάσπαρτες σε ολόκληρο το τοπίο σε μικρότερες ή μεγαλύτερες εκτάσεις. Για να μειωθούν στο ελάχιστο δυνατό οι ζημίες μιας ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς σε δασική περιοχή θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν παράμετροι όπως η βλάστηση (καύσιμη ύλη, υγρασία καύσιμης ύλης, υφή, μέγεθος, συσσώρευση, κατανομή), η τοπογραφία (υψόμετρο, κλίση, έκθεση στον ήλιο, διαμόρφωση εδάφους) και οι μετεωρολογικές συνθήκες (θερμοκρασία, σχετική υγρασία, άνεμος και βροχόπτωση), επειδή επιδρούν στην έναρξη, εξάπλωση και συμπεριφορά των δασικών πυρκαγιών. Η βλάστηση ως μεταβλητή είναι πολυσύνθετη και περίπλοκη, διότι μεταβάλλεται διαρκώς. Η καύσιμη ύλη των δασικών ειδών δεν παρουσιάζει την ίδια ευφλεκτότητα. Διαβαθμίζεται ανάλογα με το είδος από λιγότερο εύφλεκτη, έως πολύ εύφλεκτη.
Στην περίπτωση της πυρκαγιάς που έπληξε την Πάρνηθα στις 3 Αυγούστου 2021, ήταν δάση κυρίως χαλεπίου πεύκης με υποόροφο ειδών αειφύλλων πλατυφύλλων (πουρνάρια, σχοίνα κλπ). Τα εκχυλίσματα που περιέχουν αυτά τα είδη υποβοηθούν την πλήρη καύση και επηρεάζουν την ευφλεκτότητα των δασικών υλών παράλληλα με τη θερμοκρασία, τον άνεμο, το οξυγόνο κλπ. Σημειώθηκε έρπουρσα πυρκαγιά η οποία έκαψε τον εύφλεκτο φυλλοτάπητα, κατόπιν έγινε επικόρυφη όπου κάηκε η κόμη εύφλεκτων δέντρων. Η ταχύτητα διάδοσης αυτού του είδους πυρκαγιάς είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα της έρπουσας. Ακολούθησαν σημειακές πυρκαγιές, σύμφωνα με την τεχνική ορολογία, οι οποίες προέκυψαν ως συνέπεια της πυρκαγιάς κόμης, από όπου φλεγόμενα κομμάτια φλοιών και φύλλων εκτινάχθηκαν σε απόσταση, δημιουργώντας νέες εστίες φωτιάς, σύμφωνα με μοντέλα υπολογισμού διάδοσης της φωτιάς οι κάφτρες φθάνουν σε απόσταση έως και 10 χιλιομέτρων. Η εκτίναξη των καφτρών καθιστά το έλεγχο της φωτιάς πολύ δύσκολο. Έτσι η πυρκαγιά μπορεί να χαρακτηριστεί ως σαρωτική, καθώς τα ανωτέρω είδη δασικών πυρκαγιών συνυπήρχαν και το καθένα έκαιγε διαφορετικό είδος καύσιμης δασικής ύλης.
Όταν εκδηλώνεται πυρκαγιά, οφείλει η πυροσβεστική υπηρεσία, η οποία είναι η καθ’ ύλην αρμόδια υπηρεσία για την κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, να ζητά την αρωγή του Δασαρχείου, ώστε να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες για τον τρόπο που θα εισέλθει άμεσα στα σημεία έναρξης της πυρκαγιάς, να αξιοποιήσει τις γνώσεις της δασολογικής επιστήμης, καθώς οι υπάλληλοι των Δασαρχείων θα πρέπει να γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια του δάσους, τη συμπεριφορά των ειδών, δρόμους, καταφύγια, υδάτινο δίκτυο, λίμνες, πηγές, διάκενα, ζώνες πυροπροστασίας, τρόπους διαφυγής, αφού κυκλοφορούν σε καθημερινή βάση μέσα σε αυτό.
Παράλληλα, η πυροσβεστική, μέσα σε περιορισμένο χρόνο, πρέπει να πληροφορηθεί σχετικά με τη συμπεριφορά της καιόμενης ύλης, όσον αφορά την αναφλεξιμότητα των ειδών της περιοχής, την καυσιμότητα της δασικής ύλης, την διατηρησιμότητα της φωτιάς στα είδη που καίγονται και την καταναλωσιμότητα της ύλης· στοιχεία που αποτελούν τη βάση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της φωτιάς, ώστε να εισέλθει κατάλληλα προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο.
Ωστόσο, οι πυροσβέστες δεν δύνανται να αναγνωρίζουν τα δασικά είδη, ιδιαιτέρως εν μέσω φωτιάς, και τις διαφορές τους όσον αφορά τις παραμέτρους της ευφλεκτότητας, ακόμη κι αν πληροφορηθούν την τελευταία στιγμή τους κινδύνους που επιφυλάσσει το κάθε είδος, θα είναι αδύνατο να εφαρμόσουν τα κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισης της φωτιάς.
Απαιτείται, επομένως, συστημική αντιμετώπιση της πυρκαγιάς· επί του παρόντος, με την υπάρχουσα νομοθεσία τα Δασαρχεία δεν μπορούν να επιχειρήσουν μέσα στη φωτιά, όμως όπως αποδείχτηκε τα τελευταία χρόνια, ούτε η Πυροσβεστική υπηρεσία μπορεί να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα τέτοιου είδους φυσικές καταστροφές, καθώς από το χρόνο παρατήρησης μιας έρπουσας πυρκαγιάς, έως το χρόνο άφιξης στο σημείο και επιχείρησης από τους πυροσβέστες, η πυρκαγιά έχει γίνει επικόρυφη. Επίσης, η πυροσβεστική δεν μπορεί να γνωρίζει τη γεωμορφολογία εκάστου δάσους και τις ανωτέρω αναφερθείσες παραμέτρους που συμβάλλουν στην εξέλιξη της δασικής πυρκαγιάς. Το δάσος αποτελεί τον οίκο της δασικής υπηρεσίας και γι’αυτό η αμεσότητα της δασοπυρόσβεσης υπό τον έλεγχο των Δασαρχείων λειτουργούσε στο παρελθόν ως περιοριστικός παράγοντας εξάπλωσης των πυρκαγιών.
Όσον αφορά τα μέσα κατάσβεσης, μολονότι το νερό αποτελεί βασικό κατασβεστικό υλικό, η διαθέσιμη ποσότητά του ορισμένες φορές δεν επαρκεί για τον έλεγχο των δασικών πυρκαγιών ή δεν αποτελεί το ιδανικό μέσο. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν τα επιβραδυντικά υλικά μακράς ή βραχείας δράσης τα οποία δύνανται να ρίπτονται είτε από εναέρια, είτε από επίγεια μέσα. Τα επιβραδυντικά είναι ουσίες οι οποίες όταν ρίχνονται στην καιόμενη δασική ύλη δρουν και αφού εξατμιστεί το νερό. Μετατρέπουν την υφή του νερού σε παχύρρευστη μορφή με αποτέλεσμα να επικάθεται στη δασική ύλη και να παραμένει επάνω σε αυτή. Παράδειγμα τέτοιων υλικών είναι ο μπεντονίτης, ο οποίος αποτελεί είδος αργιλικού ορυκτού (Al2O3.4SiO2.2H2O) που έχει την ικανότητα να απορροφά μεγάλες ποσότητες νερού, αλλά και άλλες συνθετικές ύλες (π.χ. πολυακρυλικό νάτριο).
Σε αντίθεση με τα επιβραδυντικά μακράς δράσης, τα πηκτικά βραχείας δράσης δρουν για συντομότερο χρονικό διάστημα, επειδή όταν εξατμιστεί το νερό παύει η επίδρασή τους. Αυτές οι χημικές ουσίες ενδείκνυνται για πυρκαγιές κόμης, για να μειώσουν την ένταση της φωτιάς, το ύψος της φλόγας, τη διασπορά των καφτρών, τη θερμοκρασία κλπ. Συνιστώνται για τον περιορισμό των ανεξέλεγκτων πυρκαγιών, αλλά και τη ρίψη τους σε μη προσβεβλημένη από τη φωτιά δασική ύλη, ώστε να λειτουργήσει ως ζώνη πυροπροστασίας.
Η πρόβλεψη του κινδύνου και των παραγόντων που μπορούν να προκαλέσουν ανεξέλεγκτες πυρκαγιές έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα. Η δημιουργία τοπίων και δασικών κοινωνιών βάσει της αντοχής και της ανθεκτικότητας των ειδών μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση ελέγχου των δασικών πυρκαγιών. Οι ειδικοί επιστήμονες πρέπει να προτείνουν τις κατάλληλες ποικιλίες τοπικών, ανθεκτικών ειδών για αναδάσωση, ώστε να μην διαταραχθεί η φυτική και ζωική βιοποικιλότητα. Παράλληλα, στο σχεδιασμό διαχείρισης πρέπει να υπάρχει καθορισμός της έκτασης και σχετική έρευνα για την ορθολογική εκτίμηση των κινδύνων, εφαρμογή, παρακολούθηση, επανεκτίμηση και συνεχής αναπροσαρμογή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις συνέπειες που προέρχονται από την κλιματική αλλαγή, η οποία έχει καταλυτική επίδραση στις κλιματικές συνθήκες που ευθύνονται για ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως η ξηρασία λόγω της υψηλής θερμοκρασίας. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι μεγάλες πυρκαγιές οι οποίες προκαλούν δυσμενή οικονομικό, κοινωνικό, αλλά και περιβαλλοντικό αντίκτυπο.
Στις περιοχές μίξης δάσους – κατοικίας, όπως στη Βαρυμπόμπη και στους Θρακομακεδόνες Αττικής, οι πυρκαγιές έπληξαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η ενημέρωση των κατοίκων των περιοχών αναφορικά με τις δράσεις τους για την πρόληψη μιας πυρκαγιάς, αλλά και τον τρόπο που πρέπει να ενεργήσουν εφόσον ξεσπάσει πυρκαγιά, διευκολύνουν το έργο της πυροπροστασίας. Η εκπαίδευση αποτελεί θεμέλιο για τη μείωση των ανεξέλεγκτων πυρκαγιών. Η ευαισθητοποίηση του κοινού μέσω της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης οδηγεί στην υπεύθυνη δραστηριοποίηση, ώστε οι ενέργειες των πολιτών να μην αποτελούν δυνητικό κίνδυνο· αντιθέτως να αποτελούν μέσο ελέγχου των πυρκαγιών. Ασφαλώς απαιτούνται χρηματικά κονδύλια και ανθρώπινο δυναμικό για το σχεδιασμό και την υλοποίηση τέτοιων σχεδίων δράσης, όμως υπάρχουν σχετικά χρηματοδοτικά προγράμματα από την Ε.Ε. τα οποία θα πρέπει να αξιοποιούνται.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα δημοσιεύονται άρθρα και σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αναφέρουν ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί άρτιες μελέτες και ικανά προληπτικά έργα από δασικές υπηρεσίες. Ενδεχομένως ορισμένες διοικήσεις δασικών υπηρεσιών να είναι ανεπαρκείς, λόγω της κατάληψης των ανωτέρων διοικητικών θέσεων χωρίς υπηρεσιακή αξιολόγηση βάσει επιστημονικών προσόντων, ενώ εξειδικευμένο, επί του θέματος, επιστημονικό προσωπικό να παραμένει ανεκμετάλλευτο. Θα πρέπει να αξιολογηθεί ουσιαστικά το δασικό προσωπικό, να αντικατασταθούν άμεσα όσοι δεν διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα από κατηρτισμένα στελέχη, ώστε να εκπονηθούν πλέον ορθολογικές προληπτικές μελέτες, να υλοποιηθούν έργα προστασίας και εκμετάλλευσης της δασικής ύλης, να εφαρμοστούν τα διεθνή πρότυπα σχεδίων διαχείρισης, καθώς κατόπιν της ζημίας που έχει υποστεί ο δασικός πλούτος της χώρας, οι κίνδυνοι που έπονται από πλημμύρες, κατολισθήσεις κλπ είναι άμεσοι.
Η αποκατάσταση της ζημίας που επήλθε θα είναι κοστοβόρα, επίπονη και χρονοβόρα. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι επιβάλλεται να δίνουμε έμφαση στην πρόληψη, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι συνέπειες είναι μη αναστρέψιμες και η θεραπεία καθίσταται αδύνατη.