Την ώρα που οι ουκρανικές δυνάμεις συνεχίζουν να σημειώνουν κέρδη γύρω από το Λιμάν, στην περιφέρεια του Ντονέτσκ, και παράλληλα έχουν διαρρήξει τις ρωσικές αμυντικές θέσεις στη βορειοανατολική περιφέρεια της Χερσώνας, η Μόσχα χάνει τον έλεγχο στον «χώρο των πληροφοριών», σύμφωνα με το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου (ISW).
Η ρωσική ήττα στην περιφέρεια Χάρκοβο και στο Λιμάν, σε συνδυασμό με την αποτυχία του Κρεμλίνου να πραγματοποιήσει μερική κινητοποίηση αποτελεσματικά και δίκαια, αλλάζουν ριζικά τον ρωσικό χώρο πληροφοριών. Τα μέσα ενημέρωσης που υποστηρίζονται από το Κρεμλίνο και οι Ρώσοι στρατιωτικοί αναλυτές- μια εξέχουσα κοινότητα του Telegram που αποτελείται από Ρώσους πολεμικούς ανταποκριτές, πρώην αξιωματούχους και εθνικιστές – θρηνούν για την απώλεια του Λιμάν ενώ ταυτόχρονα επικρίνουν τις γραφειοκρατικές αποτυχίες της μερικής κινητοποίησης, αναφέρει η έκθεση του think tank, προσθέτοντας ότι πηγές του Κρεμλίνου και μπλόγκερ αποδίδουν την ήττα γύρω από το Λιμάν και την περιφέρεια Χάρκοβο στις αποτυχίες του ρωσικού στρατού να τροφοδοτήσουν και να ενισχύσουν σωστά τις ρωσικές δυνάμεις στο βόρειο Ντονμπάς. Παράλληλα, διαμαρτύρονται για την έλλειψη διαφάνειας σχετικά με την πρόοδο του πολέμου.
Ουσιαστικά δηλαδή οι προπαγανδιστές του Κρεμλίνου απομακρύνονται από την αφήγηση που προτιμάει η Μόσχα και εκφράζουν ανοιχτά την απογοήτευσή τους για τις εξελίξεις, τη διεξαγωγή της μερικής κινητοποίησης της Ρωσίας και την απώλεια της σημαντικής πόλης Λιμάν. «Ο ρωσικός χώρος πληροφοριών έχει αποκλίνει σημαντικά από τις αφηγήσεις που προτιμούν το Κρεμλίνο και το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας (MoD) ότι τα πράγματα είναι γενικά υπό έλεγχο».
«Μερικοί καλεσμένοι σε εκπομπές του Κρεμλίνου που προβλήθηκαν την 1η Οκτωβρίου επέκριναν ακόμη και την απόφαση του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν να προσαρτήσει τέσσερις ουκρανικές περιφέρειες προτού εξασφαλίσουν τα διοικητικά τους σύνορα ή ακόμα και την πρώτη γραμμή, εκφράζοντας αμφιβολίες για την ικανότητα της Ρωσίας να καταλάβει ποτέ το σύνολο αυτών των εδαφών», αναφέρεται επίσης.
Αυτό που αξίζει προσοχής είναι η παρατήρηση των αναλυτών ότι «ο Πούτιν βασίζεται στον έλεγχο του χώρου πληροφοριών στη Ρωσία για να προστατεύσει το καθεστώς του πολύ περισσότερο από ό,τι στο είδος του μαζικού μηχανισμού καταπίεσης που χρησιμοποιούσε η Σοβιετική Ένωση. Αυτό καθιστά την αταξία στον χώρο των πληροφοριών δυνητικά ακόμη πιο επικίνδυνη για τον Πούτιν από ό,τι για τους Σοβιετικούς».
Μάλιστα οι αναλυτές σημειώνουν ότι:
- Ο Πούτιν δεν έχει τον εσωτερικό μηχανισμό καταστολής που είχαν οι Σοβιετικοί στην KGB, στις δυνάμεις του υπουργείου Εσωτερικών και στον Κόκκινο Στρατό στην κλίμακα που απαιτείται για να συντρίψει την εγχώρια αντιπολίτευση με τη βία.
- Μέχρι πρόσφατα δεν είχε καν επιβάλει τα είδη ακραίας λογοκρισίας που χαρακτήριζε το σοβιετικό κράτος. Οι Ρώσοι είχαν εδώ και καιρό σχεδόν δωρεάν πρόσβαση στο Διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα εικονικά ιδιωτικά δίκτυα (VPN), και ο Πούτιν απέφυγε να μπλοκάρει το Telegram, παρόλο που η πλατφόρμα αρνήθηκε τα αιτήματά του να λογοκρίνει το περιεχόμενό του και παρόλο που διέκοψε την πρόσβαση των ανθρώπων του σε άλλες πλατφόρμες.
- Ο ρωσικός χώρος πληροφόρησης στηρίχθηκε σε δημοσιογράφους και καλεσμένους σε τηλεοπτικές εκπομπές για να επιβάλει εξαναγκαστική αυτολογοκρισία, ειδικά μετά την υιοθέτηση νόμου από το Κρεμλίνο που απειλεί τους Ρώσους με έως και 15 χρόνια φυλάκιση για «απαξίωση του στρατού».
«Η κριτική στα ρωσικά ομοσπονδιακά τηλεοπτικά κανάλια για τις στρατιωτικές αποτυχίες και τις αποτυχίες της προσπάθειας μερικής κινητοποίησης, ειδικά μετά την ήττα στο Λιμάν, είναι επομένως τολμηρή και εξαιρετικά ασυνήθιστη για τις προπαγανδιστικές εκπομπές του Κρεμλίνου. Έφερε τον τόνο και το νόημα ορισμένων από τις κριτικές των μπλόγκερ για την απόδοση της Ρωσίας στον πόλεμο στα σπίτια των μέσων Ρώσων μέσω των επίσημων καναλιών του Κρεμλίνου, για πρώτη φορά».
Και μέσα σε όλα αυτά, ο ηγέτης της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ και ο άνθρωπος που χρηματοδοτεί την παραστρατιωτική οργάνωση Wagner, Εβγκένι Πριγκόζιν, έχουν πλήξει περαιτέρω τις ευάλωτες αφηγήσεις του Κρεμλίνου κατά τη διάρκεια και μετά την πτώση της πόλης Λιμάν. Ο Καντίροφ κατηγόρησε τη ρωσική στρατιωτική διοίκηση ότι απέτυχε να ανταποκριθεί άμεσα στην επιδεινούμενη κατάσταση γύρω από την πόλη και υποστήριξε ότι η Ρωσία πρέπει να απελευθερώσει τις προσαρτημένες τέσσερις περιφέρειες με όλα τα διαθέσιμα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών όπλων. Ο Πριγκόζιν εμφανίστηκε επίσης στο ίδιο επικριτικό πνεύμα με τον Καντίροφ όσον αφορά τη ρωσική στρατιωτική ηγεσία.
«Η εστίαση της Δύσης στην πυρηνική απειλή του Καντίροφ συσκότισε την πραγματική σημασία αυτών των δηλώσεων», τονίζει η έκθεση των αναλυτών, εξηγώντας πως μαζί έσπασαν την αφήγηση του Κρεμλίνου που προσπάθησε να αμβλύνει το χτύπημα της ήττας γύρω από τον Λιμάν, ενώ παράλληλα- πιθανώς ακούσια- υπονόμευσαν δημόσια την ηγεσία του Πούτιν.
«Ο Πούτιν μπορεί να αντιμετωπίζει μια περίεργη παραλλαγή των προβλημάτων που αντιμετώπισε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ως αποτέλεσμα της πολιτικής της Γκλάσνοστ (μια πολιτική που επέτρεπε την ανοικτή συζήτηση πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων). Ο Γκορμπατσόφ άνοιξε εν μέρει τον σοβιετικό χώρο πληροφόρησης στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με την ελπίδα ότι οι σοβιετικοί πολίτες θα του έδιναν μια εικόνα σχετικά με τα αίτια της γραφειοκρατικής δυσλειτουργίας μέσα στο σοβιετικό κράτος που δεν μπορούσε να προσδιορίσει από ψηλά. Αλλά οι σοβιετικοί πολίτες δεν σταμάτησαν εκεί που ήθελε ή περίμενε ο Γκορμπατσόφ και άρχισαν να επιτίθενται σε ολόκληρο το σοβιετικό σύστημα. Οι μεταρρυθμίσεις (περεστρόικα) που ξεκίνησε μετά από μια περίοδο γκλάσνοστ κατέληξαν να πλήξουν τη Σοβιετική Ένωση αντί να την ενισχύσουν», σχολιάζουν οι αναλυτές του ISW.
«Ο Πούτιν αναμφίβολα γνωρίζει πλήρως αυτό το μοτίβο και σίγουρα δεν έχει καμία πρόθεση να το επαναλάβει… Μένει να δούμε πόσα θα ανεχτεί», καταλήγουν.
naftemporiki.gr