Της Ανθής Αγγελοπούλου
Το τοπίο στην αντιμετώπιση των ασθενών αλλάζει όχι μόνο από την πλευρά της εξατομικευμένης θεραπείας και των πιο προηγμένων τεχνολογικά φαρμάκων, αλλά και από την μεριά της αντιμετώπισης του ασθενή από τον επιστήμονα υγείας, είτε αυτός είναι ο γιατρός είτε είναι ο νοσηλευτής. Αυτό τόνισαν οι ειδικοί σε μια συνάντηση ενημέρωσης των ΜΜΕ στο Άμστερνταμ με τίτλο «ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΟΠΗ: η σπουδαιότητα του αμφίδρομου διαλόγου ανάμεσα σε γιατρούς και ασθενείς».
Γιατροί, νοσηλευτές αλλά και ασθενείς έλαβαν μέρος ενεργά στην ημερίδα προκειμένου να ενημερώσουν τους εκπροσώπους του Τύπου αναφορικά με τα πλεονεκτήματα της σχέσης αυτής και για το πώς πρέπει να είναι η νέα εποχή στην υγεία και τη θεραπεία, με στόχο αυτοί με τη σειρά τους να ενημερώσουν το κοινό.
Η γενική ιατρός και μέλος του Βασιλικού Κολεγίου Γενικών Ιατρών και Υγείας των Γυναικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, Δρ. Sarah Jarvis, στην ομιλία της με θέμα «τι έχει αλλάξει στη σχέση γιατρού – ασθενούς», τόνισε ότι στο ταξίδι της υγειονομικής περίθαλψης οι ασθενείς μεταμορφώνονται γρήγορα από παθητικοί συμμετέχοντες σε ενεργούς και είναι πολύ σημαντικό, να βρουν οι επαγγελματίες υγείας τους τρόπους για να διατηρήσουν την επαφή μαζί τους και να κάνουν το διάλογο ουσιαστικό, έτσι ώστε οι ασθενείς να έχουν όχι μόνο συμμετοχή σε αυτόν αλλά και έλεγχο στη λήψη αποφάσεων που τους αφορά, όπως είναι η θεραπεία που πρέπει να ακολουθήσουν. Αυτό από μόνο του είναι εξαιρετικά θετικό γιατί ο ασθενής, κατανοεί καλύτερα τη θεραπεία του και επομένως είναι πιο συνεπής στη συμμόρφωση σε αυτή.
Σύμφωνα με την Δρ. Jarvis η ανάγκη της καλύτερης επικοινωνίας μεταξύ γιατρού και ασθενή διαφαίνεται καθαρά σε όλες τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί τελευταία σε διεθνές επίπεδο. Όπως είπε, οι καλή επικοινωνία βοηθά τον ασθενή να ρυθμίσει τα συναισθήματα του, καθώς κατανοώντας τις πληροφορίες που λαμβάνει από το γιατρό του αναφορικά με την ασθένεια του και το πώς θα την αντιμετωπίσουν νιώθει και ο ίδιος πιο χαλαρός, πιο ήσυχος, αποβάλει τις όποιες φοβίες έχει από το άγχος που το προκαλεί η άγνοια και γενικότερα είναι σε θέση να διαχειριστεί καλύτερα την ασθένεια του.
«Ο ανοικτός διάλογος με τους ασθενείς μας είναι κάτι που και εμείς οι ίδιοι πρέπει να παροτρύνουμε και να αγκαλιάσουμε» τόνισε ο καθηγητής John Eikelboom, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Ιατρικής στο πανεπιστήμιο McMaster στον Καναδά.
«Όταν ένας ασθενής με ρωτά “γιατί;” Τότε καταλαβαίνω ότι αυτός ο ασθενής αυτό ενδιαφέρεται, θέλει να ενημερωθεί περαιτέρω και να κατανοήσει την κατάστασή του και το θεραπευτικό σχήμα που του προτείνω και αυτό είναι πολύ σημαντικό» ανέφερε ο καθηγητής.
Η νοσηλεύτρια στο νοσοκομείο Martini (Γκρόνινγκεν Ολλανδίας) κα Ineke Baas-Arend μιλώντας από την πλευρά των νοσηλευτών, τόνισε το σημαντικό ρόλο που πρέπει να έχουν και οι νοσηλευτές στο «ταξίδι» της υγειονομικής περίθαλψης του ασθενούς. Η ίδια όπως είπε, ενθαρρύνει τους συγγενείς να συνοδεύουν πάντα τον ασθενή όταν επισκέπτεται το νοσοκομείο ή το γιατρό του καθώς είναι πιο ήρεμοι από τον πάσχοντα και συνεπώς είναι σε θέση να κατανοήσουν καλύτερα αυτά που λέει ο γιατρός, ειδικά όσον αφορά τις θεραπευτικές επιλογές του ασθενή.
Η σημασία της επικοινωνίας στην περίπτωση της κολπικής μαρμαρυγής και του εγκεφαλικού
Το εγκεφαλικό είναι η 2η κυριότερη αιτία θανάτου σε παγκόσμιο επίπεδο και σύμφωνα με τα στοιχεία του 2017 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το 2016 πάνω από 6 εκατ. θάνατοι σε όλο τον κόσμο το 2016 οφείλονταν στο εγκεφαλικό. Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες ελάχιστοι γνωρίζουν ότι όταν παρουσιάζουν αρρυθμίες έχουν 5 φορές περισσότερες πιθανότητες για εγκεφαλικό.
Η κολπική μαρμαρυγή από την άλλη, αφορά περίπου 6 εκατ. άτομα στην Ευρώπη. 1 στους 4 πολίτες άνω των 40 ετών δεν γνωρίζει ότι θα κάνει αρρυθμία κάποια στιγμή στη ζωή του, ενώ, μόλις οι μισοί ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή γνωρίζουν το όνομα της πάθησής τους. Επιπροσθέτως, το 50% των ατόμων με κολπική μαρμαρυγή λαμβάνουν θεραπεία με αντιπηκτικά γιατί το έχει πει ο γιατρός τους .
Οι ασθενείς θέλουν να γνωρίζουν – Έρευνα για τη γνώμη των ασθενών
Σε πρότερη έρευνα που έγινε το 2013, διαπιστώθηκε ότι το 46% των ασθενών ψάχνει για πληροφορίες για την πάθησή του, στην προσπάθεια του να κατανοήσει καλύτερα τι έχει και πως αντιμετωπίζεται. Για το λόγο αυτό διεξήχθη νεότερη έρευνα το 2016 και η οποία ανακοινώθηκε πρόσφατα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι ασθενείς γνωρίζουν τι θεραπευτικές επιλογές υπάρχουν για την πάθησή τους, ποιες επιλογές αντιστρεψιμότητας υπάρχουν καθώς επίσης και αν έχουν ενημερωθεί επαρκώς από το θεράποντα ιατρό τους.
Η έρευνα που έγινε σε ασθενείς με καρδιακές παθήσεις, διαπίστωσε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό εξ αυτών, θέλουν να γνωρίζουν τις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές για τη νόσο τους, όπως επίσης, θέλουν να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του σχεδίου θεραπείας τους.
Η έρευνα για τη γνώμη των ασθενών πραγματοποιήθηκε κυρίως μέσω ηλεκτρονικών συνεντεύξεων στη Δανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα από την ερευνητική εταιρεία Kantar Health. Το συνολικό δείγμα περιλάμβανε 668 ασθενείς που πάσχουν από (Καρδιακή αρρυθμία ή Ταχυκαρδία ή Κολπική μαρμαρυγή (AF) ή Ακανόνιστο καρδιακό παλμό).
Στην ερώτηση αν υπάρχει περιθώριο βελτίωσης όσον αφορά τη γνώση των ασθενών σχετικά με την τρέχουσα φαρμακευτική αγωγή τους, λιγότεροι από τους μισούς ασθενείς (44%) απάντησαν ότι είναι ενημερωμένοι για την αντιπηκτική αγωγή που λαμβάνουν, ενώ, 1 στους 5 (19%) είναι από ελάχιστα έως καθόλου ενημερωμένοι και μόνο το 15% των ασθενών γνωρίζουν τις διαθέσιμες θεραπείες.
Στο ερώτημα αν έλαβαν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τη θεραπεία τους, μόνο το 50% των ασθενών ανέφερε ότι ενημερώθηκε από το γιατρό τους σχετικά με τη διάρκεια της θεραπείας τους, λιγότερο από το 40% για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του φαρμάκου, την πρόληψη για πιθανό εγκεφαλικό επεισόδιο και τον κίνδυνο αιμορραγίας και μόλις το 15% των ασθενών για τη διατροφή που πρέπει να ακολουθεί κατά τη διάρκεια που θα λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή του. Τέλος, ένα 10% των ασθενών έλαβε κάποιες απλά γενικές πληροφορίες από το γιατρό του.
Στο ερώτημα αν οι ασθενείς θέλουν να γνωρίζουν τις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές και να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων το 51% των ασθενών δηλώνει ότι θέλει να συζητήσει ή ακόμα και να αμφισβητήσει την απόφαση του γιατρού σχετικά με τις επιλογές θεραπείας που υπάρχουν ή να συναποφασίσει με το γιατρό τη θεραπεία του. Επίσης, το 67% των ασθενών δηλώνει ότι ο γιατρός τους πρέπει να συζητά μαζί τους τις διαθέσιμες επιλογές θεραπείας και αντιστρεψιμότητας της νόσου τους.
Στο ερώτημα αν κατανοούν τον αντίκτυπο της θεραπείας τους, το 77% των ασθενών απάντησε ότι έχει υπόψιν του πόσο σημαντικό είναι να μπορεί να ενημερώσει το ιατρικό προσωπικό για τα αντιπηκτικά που λαμβάνει σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ενώ, το 48% των ασθενών απάντησε ότι είναι απαραίτητο να γνωρίζει ποια αντιπηκτικά φάρμακα παίρνει για να ενημερώσει νοσηλευτές και γιατρούς όταν βρεθεί σε έκτακτη ανάγκη.
Τέλος στο ερώτημα αν θέλουν να μάθουν για τις διαθέσιμες επιλογές αντιστρεψιμότητας. το 91% δηλώνει ότι είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει έστω και μια διαθέσιμη επιλογή αντιστρεψιμότητας. Το 59% δήλωσε ότι νιώθει ανακούφιση όταν γνωρίζει τις διαθέσιμες θεραπείες και το 46% νιώθει ασφάλεια ενώ, το 43% νιώθει ηρεμία, το 40% σιγουριά και το 21% δήλωσε ότι νιώθει ότι έχει τον έλεγχο της ζωής του.
Πως αντιλαμβάνονται οι επαγγελματίες υγείας την επικοινωνία με τον ασθενή
Το χάσμα μεταξύ στο πώς αντιλαμβάνονται οι γιατροί και πως οι ασθενείς την επικοινωνία είναι υπαρκτό και γι’ αυτό σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι απαραίτητη η εκπαίδευση των επαγγελματικών υγείας για το πώς πρέπει να ενημερώνουν τον ασθενή και των ασθενών για το τι ερωτήσεις πρέπει να κάνουν έτσι ώστε να μαθαίνουν όσα είναι απαραίτητα για την πάθησή τους και τη θεραπεία τους.
Η από κοινού λήψη αποφάσεων για τη θεραπεία διευκολύνει τη ζωή του ασθενή και του θεράποντα ιατρού. Ο ασθενής όχι μόνο προσέχει τον τρόπο ζωής του και συμμορφώνεται με τη θεραπεία του, αλλά και ξέρει να ενημερώσει σωστά το γιατρό για τα συμπτώματα του ώστε να βοηθήσει στη διάγνωση. Και ο γιατρός, είναι πιο ήσυχος για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας που ακολουθεί αφού, είναι πιο σίγουρος πλέον ότι ο άρρωστος λαμβάνει κανονικά τα φάρμακά του και φροντίζει την υγεία του.
Η έρευνα έχει δείξει ότι η αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ ασθενούς και γιατρού μπορεί να βελτιώσει την υγεία των ασθενών με εξίσου μετρήσιμο τρόπο όπως και πολλά φάρμακα!