Μια μακροχρόνια μελέτη για την υγεία των παιδιών του Καναδά διαπίστωσε ότι η έκθεση στο όζον (O3), ένας κοινός ρύπος της ατμόσφαιρας, κατά τη γέννηση σχετίζεται με 82% αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης άσθματος κατά την ηλικία των τριών ετών. Η μελέτη, η οποία ήταν 10ετής παρακολούθηση με έναρξη το 2006, μέσω ερωτηματολογίου αξιολόγησης της υγείας του παιδιού (T-CHEQ) στο Τορόντο, παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο της Αμερικανικής Θωρακικής Εταιρείας του 2018.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι οι δείκτες επικινδυνότητας για το όζον που μετρήθηκαν κατά τη γέννηση ως ένας και μοναδικός ρύπος έδειξαν στατιστικά σημαντικούς υψηλότερους κινδύνους για την ανάπτυξη άσθματος, αλλεργικής ρινίτιδας και έκζεμα», δήλωσε ο senior scientist, Child Health Evaluative Services at The Hospital for Sick Children (SickKids), Toronto, Ontario, Canada Teresa To, PhD. Όπως είπε, «Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι σημαντικά επειδή εξετάζουν την επίδραση της ρύπανσης στην πρώιμη παιδική ηλικία μέσα από τη μεγαλύτερη χρονιά παρακολούθηση μιας ομάδας κοριτσιών ηλικίας σχολικής ηλικίας στον Καναδά».
Η αναλογία κινδύνου προσδιορίστηκε με ένα στατιστικό τύπο
Για αυτό το μέρος της μελέτης T-CHEQ, παρακολούθησαν 1.881 παιδιά από τη γέννηση έως τα 17 έτη, κατά μέσο όρο. Μεταξύ αυτών των παιδιών διαπιστώθηκε ότι, το 31% ανέπτυξε άσθμα, το 42% αλλεργική ρινίτιδα και το 76 % έκζεμα. Ένας μεγαλύτερος κίνδυνος ανάπτυξης άσθματος κατά 82% συσχετίστηκε με κάθε αύξηση της έκθεσης σε όζον κατά τη γέννηση. Παρόμοιος κίνδυνος δεν παρατηρήθηκε σε σχέση με την έκθεση σε διοξείδιο του αζώτου ή άλλου τύπου ρύπου.
Η ομάδα ερευνητών κατέγραψε τις ετήσιες μέσες συγκεντρώσεις ρύπων από σταθερούς σταθμούς παρακολούθησης σε ολόκληρο το Οντάριο. Οι μετρήσεις καταχωρήθηκαν βάσει των ταχυδρομικών κωδικών των συμμετεχόντων στη μελέτη κατά τη γέννηση. Η ανάπτυξη του άσθματος, της αλλεργικής ρινίτιδας και του εκζέματος προσδιορίστηκε με βάση τα αρχεία των υπηρεσιών υγείας που χρησιμοποιούνται για αυτές τις καταστάσεις. Οι ερευνητές έκαναν προσαρμογή για μεταβλητές όπως το γονικό ιστορικό άσθματος και την πρόωρη έκθεση σε ρύπους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, μερικές μελέτες έχουν δείξει ότι το όζον μειώνει την αντιοξειδωτική δράση και αυξάνει τις ενδείξεις φλεγμονής στην επένδυση υγρών του αναπνευστικού συστήματος και επηρεάζει την ανάπτυξη του πνεύμονα.
Όπως τόνισε ο Δρ. To ο οποίος είναι επίσης καθηγητής στο Graduate School of Public Health του Πανεπιστημίου του Τορόντο «στη μελέτη εξετάσαμε τα O3 και NO2, καθώς και τα σωματίδια PM2.5 και τα εξαιρετικά λεπτά σωματίδια (UFP – που δεν συζητήθηκαν σε αυτή την αναφορά), επειδή αυτοί είναι οι βασικοί ρύποι που έχουν προταθεί στη διεθνή βιβλιογραφία και αφορούν στην επιδείνωση του άσθματος, του διαβήτη και της χρόνια αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (COPD) ».
Όπως είπε «Υποστηρίζεται καλά από τα ευρήματα της έρευνας ότι η βραχυπρόθεσμη και μακροχρόνια έκθεση σε NO2 και σωματίδια μπορεί να αυξήσει τις παροξύνσεις του άσθματος, τα αναπνευστικά συμπτώματα, τις νοσηλείες και ακόμη και τη θνησιμότητα ενώ, υπάρχει κίνδυνος λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος στα παιδιά».
Τα παιδιά διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επειδή οι πνεύμονες και τα άλλα αναπνευστικά όργανα είναι μικρότερα και περνούν περισσότερο χρόνο στις εξωτερικές φυσικές δραστηριότητες που τους αναγκάζουν να αναπνέουν γρηγορότερα και πιο βαθιά. Έτσι, η κακή ποιότητα του αέρα μπορεί να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο σε αυτά.
«Η ποιότητα του αέρα στο Οντάριο του Καναδά είναι σχετικά καλή τις περισσότερες ημέρες του έτους, αλλά παρατηρήσαμε δυσμενείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα της υγείας στα παιδιά που εκτέθηκαν σε ατμοσφαιρική ρύπανση κατά τη γέννηση και την πρώιμη ζωή τους», δήλωσε ο Δρ. To. «Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις για άλλες χώρες που έχουν υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης και έχει διαπιστωθεί ότι η βραχυχρόνια έκθεση σε ρύπους, όπως το όζον, μπορεί να μειώσει τη λειτουργία των πνευμόνων, να επιδεινώσει το άσθμα και να αυξήσει τον κίνδυνο αναπνευστικών λοιμώξεων. Η μακροχρόνια έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε εξέλιξη της νόσου, όπως από το άσθμα στη ΧΑΠ και θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο θανάτου» συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με την Έκθεση της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) του 2016 για την ατμοσφαιρική ρύπανση και την υγεία, το 92% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε μέρη όπου τα επίπεδα ποιότητας του αέρα υπερέβαιναν τα όρια που ορίζει ο ΠΟΥ. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, 1 στους 8 θανάτους στον κόσμο είναι αποτέλεσμα της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση, καθιστώντας την ατμοσφαιρική ρύπανση τον μεγαλύτερο παγκόσμιο περιβαλλοντικό κίνδυνο για την υγεία.
«Η ατμοσφαιρική ρύπανση δεν είναι μόνο ένα ή κάποιο προβλήματα των χωρών, αλλά μια παγκόσμια ανησυχία για τη δημόσια υγεία», δήλωσε ο Δρ. To και συμπλήρωσε. «Μολονότι υπάρχουν μεμονωμένες δράσεις, η μείωση της έκθεσης σε ατμοσφαιρικούς ρύπους απαιτεί τη συνοχή της κάθε πολιτείας, δηλαδή χρειάζονται δράσεις σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Γιατί, η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης θα μπορούσε να σώσει εκατομμύρια ζωές».