Αναντίρρητα η εποχή μας έχει σφραγισθεί από την εισβολή του εφιαλτικά νοσηρού κορωνοϊού. Η λοίμωξη COVID-19 είναι πλέον η πιο απειλητική σύγχρονη νόσος. Ο κορωνοϊός SARS-COV-2, ο ιός της COVID-19, είναι εξαιρετικά λοιμογόνος και μεταδοτικός. Τελευταία δεδομένα στο έγκριτο Nature δείχνουν ότι ο κορωνοϊός συνδέεται με τους κυτταρικούς υποδοχείς τουλάχιστον 4 φορές πιο ισχυρά από τον ιό Η1Ν1, τον υπεύθυνο για την επιδημία SARS προ 17ετίας, οδηγώντας σε ανοσιακή δυσλειτουργία. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι είναι και ιδιαίτερα επικίνδυνος, καθώς η μέση παγκόσμια θνητότητα (σύνολο των θανατηφόρων περιπτώσεων μεταξύ των κρουσμάτων μιας παθολογικής εκτροπής, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο και σε συγκεκριμένο τόπο.) της νόσου COVID-19 είναι στο 4,5 – 5% των κρουσμάτων, ενώ η αντίστοιχη θνητότητα του Η1Ν1 ήταν 0,1% των κρουσμάτων.
Και βέβαια, το μεγάλο πρόβλημα στη νόσο COVID-19 είναι ότι ακόμα δεν έχουν υπάρξει δοκιμασμένες, απόλυτα μελετημένες ειδικές αγωγές, ενώ η παρασκευή του εμβολίου φαίνεται ότι θα αργήσει αρκετά, τουλάχιστον μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι αναγκαίες μελέτες για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των διαφόρων εκδοχών του εμβολίου που δοκιμάζονται.
Όμως, εκεί που ο κορωνοϊός καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνος είναι στις ευπαθείς ομάδες: στους ανοσοκατασταλμένους (κυρίως στους ογκολογικούς ασθενείς), στους ηλικιωμένους και κυρίως στους ασθενείς με χρόνια προβλήματα όπως σακχαρώδης διαβήτης, υπέρταση, καρδιοπάθειες.
Πράγματι, σε μεγάλη μελέτη (δημοσίευση στο JAMA τον Μάρτιο) 44.672 ασθενών με COVID-19 -ασθενών της Wuhan, της πόλης όπου πρωτοεμφανίστηκε η νόσος- ενώ στον γενικό πληθυσμό των ασθενών αυτών διαπιστώθηκε κίνδυνος θνητότητας 2,3%, στους διαβητικούς ασθενείς η θνητότητα ήταν 7,3%, στους υπερτασικούς 6,1% και στους καρδιοπαθείς 10%.
Φαίνεται έτσι ότι οι χρόνιες αυτές ασθένειες καθιστούν τους πάσχοντες οργανισμούς ευάλωτους από τον ιό, που τους οδηγεί στην ανάπτυξη και την εκδήλωση νοσηρών καταστάσεων με δυσμενείς εκβάσεις, διευκρινίζει ο Δρ. Α. Μελιδώνης, Συντονιστής Διευθυντής Διαβητολογικού και Καρδιομεταβολικού κέντρου Metropolitan Hospital.
Οι αιτίες δεν είναι ακόμη απόλυτα εξακριβωμένες. Πιθανολογούνται πάντως πολλές ερμηνευτικές εκδοχές: στους διαβητικούς ασθενείς η υπεργλυκαιμία «αποδιοργανώνει» το ανοσιακό τους σύστημα, ενώ οι χρόνιες επιπλοκές του διαβήτη και οι συστημικές δυσλειτουργίες (κυρίως οι καρδιακές και οι νεφρικές επιπλοκές) εξηγούν τις κακές εκβάσεις των διαβητικών με COVID-19.
Παρόμοια οι υπερτασικοί ασθενείς, αλλά και οι καρδιοπαθείς ασθενείς (ιδιαίτερα αυτοί με στεφανιαία νόσο ή με καρδιακή ανεπάρκεια ή με κολπική μαρμαρυγή) είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στη νόσηση από τον κορωνοϊό και διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο κακής έκβασης, λόγω οργανικής δυσλειτουργίας και κυρίως λόγω καρδιακής επιβάρυνσης.
Αυτός είναι ο λόγος που οι ασθενείς των ευπαθών αυτών ομάδων έχουν υποχρέωση απέναντι στον εαυτό τους και στους άλλους (ατομική ευθύνη), εκτός από το να λαμβάνουν όλα τα προφυλακτικά μέτρα για τον ιό, να ελέγχουν, να διαχειρίζονται και να αντιμετωπίζουν τη βασική τους νόσο. Γιατί η σωστή διαχείριση της βασικής τους νόσου θα αποτελέσει μια ισχυρή ασπίδα έναντι της εισβολής του ιού, τονίζει ο Δρ. Μελιδώνης.
Είναι ευνόητο ότι όταν π.χ. ο διαβητικός ασθενής έχει μεγάλη υπεργλυκαιμία, αρρύθμιστο δηλαδή διαβήτη, τότε η άμυνα του οργανισμού είναι εξασθενημένη (για τους λόγους που προαναφέρθηκαν) και η νόσηση από τον κορωνοϊό γίνεται πολύ πιο πιθανή.
Παρόμοια, όταν ο υπερτασικός ασθενής έχει αρτηριακή πίεση μεγαλύτερη από 150mmHg είναι πιο ευάλωτος στον κορωνοϊό, ενώ, όταν ο καρδιοπαθής έχει π.χ. απορρυθμισμένη καρδιακή ανεπάρκεια στερείται σημαντικών δυνατοτήτων αντιμετώπισης της διαταραχής που θα προκαλέσει στον οργανισμό του η νόσηση από τον κορωνοϊό.
Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η παράταση της αρρύθμιστης μεταβολικής ή καρδιακής κατάστασης ευνοεί την εξέλιξη και ανάπτυξη χρόνιων επιπλοκών.
Όταν π.χ. το άτομο με διαβήτη έχει παρατεινόμενη υπεργλυκαιμία, αυτό οδηγεί με βεβαιότητα στην επιδείνωση όλων των χρόνιων επιπλοκών της νόσου αυτής.
Το στρες από τον δικαιολογημένο φόβο για τον COVID-19 και τα αναγκαία εντεινόμενα προληπτικά μέτρα οδηγεί πολλούς ασθενείς των ευπαθών ομάδων στην παραγνώριση της αναγκαιότητας μέριμνας για την αντιμετώπιση της βασικής τους νόσου. Έτσι εγκαθίσταται ο φαύλος κύκλος της σύνθετης νόσησης. Ο ασθενής (π.χ. ο διαβητικός ή ο καρδιοπαθής) αδιαφορεί για τη ρύθμιση του υποκείμενου νοσήματος, το υποκείμενο νόσημα επιδεινώνεται με συνέπεια ο ασθενής να καθίσταται πλέον ευπρόσβλητος από τον κορωνοϊό. Και όταν νοσήσει από τον κορωνοϊό, επειδή η γενική του κατάσταση δεν είναι καλή, έχει αυξημένες πιθανότητες επιπλοκών και κακής έκβασης λόγω της σύνθετης νόσησης: COVID-19 και αρρύθμιστος διαβήτης ή υπέρταση ή καρδιοπάθεια.
Συμπερασματικά, οι ασθενείς των ευπαθών ομάδων θα πρέπει, ταυτόχρονα με τη λήψη όλων των προφυλακτικών μέτρων για τον κορωνοϊό, να ενδιαφερθούν εξίσου και συνεχόμενα για τον έλεγχο, τη ρύθμιση και την αντιμετώπιση της βασικής τους νόσου: του διαβήτη, της υπέρτασης, της καρδιακής νόσου.