Skip to main content

Μη ρεαλιστική πλέον η φιλόδοξη γερμανική ενεργειακή πολιτική

Νέα έκθεση της γνωστής διεθνούς συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey χαρακτηρίζει τη δέσμευση της Άνγκελα Μέρκελ να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στη Γερμανία κατά 40 τοις εκατό ως το 2020 ως «μη ρεαλιστική».

Η πράσινη ενεργειακή πολιτική αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο της προεκλογικής εκστρατείας της Μέρκελ το 2010, η οποία είχε εξαγγείλει την πρόθεσή της να διατηρήσει την ηγετική θέση της Γερμανίας στη μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Μάλιστα οι φιλόδοξες ανακοινώσεις για τη μείωση των εκπομπών αεριών του θερμοκηπίου και τη στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έκαναν μερίδα του Τύπου να τη χαρακτηρίσει ως την «καγκελάριο του κλίματος».

Τέσσερα χρόνια μετά η Γερμανία βρίσκεται πλέον τόσο πίσω στη δέσμευσή της που είναι ρεαλιστικά αδύνατο να την καλύψει στο χρονικό ορίζοντα που είχε αρχικά θέσει. Η γερμανική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει πως σκοπεύει να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 40 τοις εκατό σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, έως το 2020. Για να επιτύχει αυτόν τον στόχο, οι εκπομπές αερίων θα έπρεπε να μειώνονται κατά 3,5 τοις εκατό το χρόνο.

Ωστόσο στην πραγματικότητα οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 0,7 τοις εκατό ετησίως κατά μέσο όρο, γεγονός που σημαίνει πως για να επιτευχθεί ο στόχος, ο ρυθμός μείωσης των εκπομπών πρέπει να πολλαπλασιαστεί πέντε φορές.

Η αποτυχία επίτευξης των δικών της στόχων αποτελεί πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας, η οποία καλεί για αυστηρότερες περικοπές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο.

Ένας σημαντικός παράγοντας για την αποτυχία αποτελεί η αυξημένη χρήση λιγνίτη, προκειμένου να καλυφθεί το έλλειμμα στην παραγωγή ενέργειας που προκάλεσε η απόφαση για τη σταδιακή κατάργηση όλων των πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας έως το 2022, ενώ η έκθεση αναφέρει πως η χώρα έχει επίσης καθυστερήσει στην ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας.

Η μετάβαση στο λιγνίτη έχει αφήσει επίσης τους Γερμανούς με μερικούς από τους υψηλότερους λογαριασμούς ενέργειας στην Ευρώπη, περίπου 46 τοις εκατό πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.