Περισσότερες από δύο χιλιάδες έρευνες έχουν δείξει στο παρελθόν ότι τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα δεν απειλούν την ανθρώπινη υγεία, ωστόσο στο μυαλό της πλειοψηφίας των καταναλωτών επικρατούν ακόμα ανησυχίες για την ασφάλεια των τροφών αυτών.
Τα ζώα στις κτηνοτροφικές μονάδες καταναλώνουν περίπου 70 με 90 τοις εκατό της συνολικής ποσότητας της γενετικά τροποποιημένης βιομάζας, κυρίως καλαμπόκι και σόγια. Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βραζιλία και η Αργεντινή το ποσοστό αυτό φτάνει το 95 τοις εκατό.
Τα γενετικά επεξεργασμένα τρόφιμα εισάχθηκαν στην παγκόσμια παραγωγή πριν από 18 χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι τα ζώα στις κτηνοτροφικές μονάδες έχουν πλέον καταναλώσει τρισεκατομμύρια τέτοια γεύματα, και αν υπήρχαν αρνητικές συνέπειες θα είχαν καταγραφεί εδώ και καιρό.
Ωστόσο μεμονωμένοι κριτικοί και οργανισμοί κατά των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων ισχυρίζονται πως αυτά προκαλούν διάφορα προβλήματα, όπως καρκίνο, στείρωση, προβλήματα του ανοσοποιητικού, πρόωρη γήρανση και αλλαγές σε ζωτικά όργανα και το γαστρεντερικό σύστημα.
Τις κατηγορίες αυτές θέλησαν να αντικρούσουν οριστικά δύο γενετιστές του Πανεπιστημίου Ντέηβις στην Καλιφόρνια, οι οποίοι εξέτασαν 29 χρόνια κτηνοτροφικής παραγωγής και ιατρικών δεδομένων, πριν και μετά την εισαγωγή γενετικά επεξεργασμένων τροφίμων. Το στατιστικό δείγμα περιείχε στοιχεία από περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια ζώα.
Οι ερευνητές δε βρήκαν καμία αλλαγή στη γενική υγεία των ζώων πριν και μετά το 1996, όταν και εισάχθηκαν οι νέες τροφές, και εξέφρασαν τη σιγουριά τους πως η μελέτη δίνει μια καθοριστική απάντηση στις κατηγορίες. Εξάλλου καμία άλλη έρευνα δεν έχει εντοπίσει σε αξιόπιστο βαθμό ίχνη γενετικά τροποποιημένου DNA και πρωτεϊνών σε ζωικά παράγωγα όπως το γάλα και τα αυγά, που προήλθαν από ζώα που κατανάλωσαν τις μεταλλαγμένες τροφές.
Ωστόσο οι συγγραφείς της έρευνας καταλήγουν προειδοποιώντας για την ελλιπή ρυθμιστική διαδικασία που επικρατεί στις χώρες που σκοπεύουν να εξάγουν τις τροποποιημένες καλλιέργειες «δεύτερης γενιάς».