Η παράνομη ρίψη σιδήρου στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού φέρεται να προκάλεσε ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα, αυξάνοντας τον πληθυσμό των ψαριών περισσότερο από 400 τοις εκατό.
Το 2012, ο επιχειρηματίας Ρας Τζωρτζ έριξε παράνομα 120 τόνους θειούχου σιδήρου σε μία έκταση 25.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στα ανοιχτά των δυτικών ακτών του Καναδά, με σκοπό να δημιουργήσει μια έκρηξη στον πληθυσμό των φυκών και φυτικών μικροοργανισμών, η οποία με τη σειρά της θα προκαλούσε αύξηση στον πληθυσμό των τοπικών ψαριών.
Η αμφιλεγόμενη μέθοδος δέχτηκε κριτική από περιβαλλοντικές οργανώσεις αλλά στέφθηκε με αναπάντεχη επιτυχία, προκαλώντας την αύξηση της ποσότητας σολομών κατά 100.000 τόνους.
Η τεχνική της ομάδας του Τζωρτζ περιλάμβανε επίσης μία διαδικασία που ονομάζεται «ωκεάνια γονιμοποίηση», σύμφωνα με την οποία το πλαγκτόν τρέφεται με διοξείδιο του άνθρακα, σε μια προσπάθεια να αντισταθμιστεί η μείωση κατά 25 τοις εκατό που είχε υποστεί αυτή η πηγή τροφής τα τελευταία χρόνια.
Πριν από την απόθεση του σιδήρου στον ωκεανό, αρκετά κομμάτια του ήταν «πρακτικά έρημα, κυριαρχούμενα από μέδουσες», σύμφωνα με τον Τίμοθι Πάρσονς, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολούμπια.
Το σίδηρο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον θαλάσσιο βιολογικό κύκλο, τρέφοντας το ζωοπλαγκτόν, το οποίο αποτελεί βασική τροφή για νεαρούς σολομούς που με τη σειρά τους τρέφουν μεγαλύτερα ψάρια.
Η επιχείρηση χρηματοδοτήθηκε από προσωπικό κεφάλαιο του Τζωρτζ, που διέθεσε ένα εκατομμύριο δολάρια, και από τραπεζικό δάνειο ύψους 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Δορυφορικές εικόνες επιβεβαίωσαν τη μεγάλη εξάπλωση του πλαγκτόν, του οποίου ο πληθυσμός δεκαπλασιάστηκε.
Τα αποτελέσματα της επιχείρησης ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Στο βορειοανατολικό Ειρηνικό Ωκεανό οι σολομοί υπερτετραπλασιάστηκαν, ενώ στην Αλάσκα συνολικά αλιεύτηκαν 272 εκατομμύρια ψάρια, συντριπτικά περισσότερα από τα αναμενόμενα 50 εκατομμύρια.
Παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση, λόγω της κλίμακάς της, ήταν παράνομη τόσο υπό τον Καναδικό νόμο όσο και με βάση ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, πιστεύεται πως η καναδική κυβέρνηση γνώριζε για αυτήν και δεν αντέδρασε. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις προειδοποιούν ότι η ίδια μέθοδος δε γίνεται να εφαρμοστεί σε πολλές άλλες περιοχές.