Skip to main content

Ενέργεια, πληθωρισμός, ύφεση: Πώς κλείνει το Annus horribilis 2022

REUTERS/Christian Hartmann

Η Ευρώπη πληρώνει όμως τέσσερις φορές πιο ακριβό το εισαγόμενο φυσικό αέριο σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο ενός εμπορικού πολέμου με την Ουάσιγκτον.

Στον τελευταίο μήνα εισήλθε το 2022 και οι Ευρωπαίοι διερωτώνται πώς θα κλείσει αυτό το annus horribilis -το τρομακτικό έτος,  που σημαδεύτηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις υψηλές τιμές της ενέργειας και τον χειρότερο πληθωρισμό εδώ και δεκαετίες. Οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι τρεις είναι οι λόγοι για τους οποίους η οικονομική αβεβαιότητα θα συνοδεύσει τις ευρωπαϊκές χώρες το τέλος του 2022:  Ακριβή ενέργεια, υψηλός πληθωρισμός και ύφεση.

Οι τιμές του φυσικού αερίου είναι περισσότερο από τέσσερις φορές υψηλότερες από το κανονικό για αυτήν την εποχή του χρόνου, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και πλήττοντας τις οικονομίες. Ο Δεκέμβριος ξεκίνησε με νέο άλμα στις τιμές του φυσικού αερίου ξεπερνώντας τα 128 ευρώ τη μεγαβατώρα στην αγορά του Άμστερνταμ. Ακόμα κι αν παραμένει μακριά από το ρεκόρ των 300 ευρώ, η άνοδος της τιμής έχει προκαλέσει ανησυχίες. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης αναφοράς εκτινάχθηκαν έως και 13%, από τις 13 Οκτωβρίου. Οι τιμές του φυσικού αερίου είναι περισσότερο από τέσσερις φορές υψηλότερες από το κανονικό για αυτήν την εποχή του χρόνου, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και βλάπτοντας τις οικονομίες. Ένας σκληρός χειμώνας θα μπορούσε να αφήσει τη Γηραιά ήπειρο πιο εκτεθειμένη σε μια ενδεχόμενη συρρίκνωση της προσφοράς. Το LNG  -και από τη Ρωσία-βοήθησε στο να γεμίσουν οι αποθήκες φυσικού αερίου, αλλά τα αποθέματα αερίου θα αρχίσουν να μειώνονται από την άνοιξη .

Την ίδια ώρα η Ευρώπη πληρώνει όμως τέσσερις φορές πιο ακριβό το εισαγόμενο φυσικό αέριο σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο ενός εμπορικού πολέμου με την Ουάσιγκτον.

Ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν που πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατέκρινε την πολιτική Μπάιντεν που δίνει τεράστιες επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις που παράγουν σε αμερικανικό έδαφος, γεγονός που απειλεί ακόμη και με αποβιομηχάνιση την ΕΕ. «Αυτές οι αποφάσεις θα διχάσουν τη Δύση», προειδοποίησε ο Μακρόν. Περιέγραψε μάλιστα ως «σούπερ-επιθετική» την αμερικανική πολιτική και πρόσθεσε με έμφαση: «Ζητώ μόνο να με σέβονται ως καλό φίλο».

Συνολικά, η Ευρώπη επιβαρύνεται από το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία κλυδωνίζεται, λόγω της αύξησης των τιμών και της αβεβαιότητας που τροφοδοτείται από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Τι θα κάνει η Λαγκάρντ;

Οι κεντρικές τράπεζες, εν τω μεταξύ, συνεχίζουν να κινούνται επιθετικά για να εξουδετερώσουν τον πληθωρισμό, επιβαρύνοντας την αγοραστική δύναμη. Σε αρκετά τεταμένο κλίμα αναμένεται να συνεδριάσει η ΕΚΤ στις 15 Δεκεμβρίου στην Φρανκφούρτη, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και η επικείμενη ύφεση πονοκεφαλιάζουν την Κριστίν Λαγκάρντ και τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ.

Σύμφωνα με αναλυτές, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρόκειται να εισέλθει σε μια νέα φάση στη μάχη κατά του πληθωρισμού, προαναγγέλλοντας πιθανώς πιο αμφιλεγόμενες αποφάσεις νομισματικής πολιτικής. Από αυτόν τον μήνα, οι αυξήσεις των επιτοκίων αναμένεται μεν να περιοριστούν σε σχέση με τις 75 μονάδες βάσης στις δύο προηγούμενες συνεδριάσεις, αλλά θα συνοδεύονται από περιορισμό της αγοράς ομολόγων και την αναμενόμενη ύφεση. Τα επιτόκια θα παραμείνουν φυσικά το πιο σημαντικό εργαλείο της ΕΚΤ, αλλά η Φρανκφούρτη πρέπει να επιλύσει επίσης το ερώτημα πώς θα ξεκινήσει η ρευστοποίηση ομολόγων, ύψους τρισεκατομμυρίων ευρώ. Γιατί ακόμη κι αν περιοριστεί η αύξηση των επιτοκίων στις 50 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η απόφαση θα οδηγήσει τα επιτόκια σε ένα επίπεδο που χονδρικά θεωρείται ότι δεν θα τονώσει την ανάπτυξη.

Αυτό θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών, καθώς οι μελλοντικές αυξήσεις για τον περιορισμό του πληθωρισμού δεν θα είναι πλέον ουδέτερες, αλλά θα έχουν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της οικονομίας.

Τo αργότερο μέχρι την άνοιξη του 2023, τα σημάδια ύφεσης θα πρέπει να είναι αναμφισβήτητα. Τότε αναμένεται να γίνει η επόμενη ριζική στροφή στη νομισματική πολιτική, γιατί οι κίνδυνοι πληθωρισμού θα περάσουν σε δεύτερη μοίρα και το θέμα της ύφεσης θα έλθει στο προσκήνιο. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων θα μειωθούν και πάλι αισθητά τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και στις ΗΠΑ. Τα 10ετή ομόλογα των ΗΠΑ θα πρέπει να υποχωρήσουν στο 2,25% έως 2,50% μέχρι το τέλος του 2023, τα αντίστοιχα γερμανικά στο 0,75% έως 1,00%. Ως εκ τούτου, τα κρατικά ομόλογα θα επιστρέψουν υψηλές θετικές αποδόσεις το επόμενο έτος μετά το annus horribilis του 2022.

Το κόστος δανεισμού

Το ερώτημα είναι επίσης, πόσο θα πρέπει να αυξηθεί το κόστος δανεισμού. Η εικόνα επιδεινώνεται από τη θολή οικονομική κατάσταση, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για το πότε θα φτάσουν τελικά σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά οι επιπτώσεις των προηγούμενων αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ. «Οποιαδήποτε αίσθηση ανακούφισης στην ΕΚΤ θα μετριαστεί από το γεγονός ότι οι υποκείμενες πιέσεις παραμένουν πολύ ισχυρές », δήλωσε η Μάεβα Κούζιν του Bloomberg Economics.

Οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ευρώπη αντιμετώπισαν δυσκολίες τον Νοέμβριο, καθώς η παγκόσμια ζήτηση αποδυναμώθηκε και η πίεση είναι απίθανο να αμβλυνθεί τους επόμενους μήνες. Οι επιχειρηματικές έρευνες της S&P Global κατέδειξαν συρρίκνωση της βιομηχανικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη, αν και ο ρυθμός της πτώσης έχει επιβραδυνθεί, υποδηλώνοντας ότι η αναμενόμενη ύφεση μπορεί να αποδειχθεί λιγότερο σοβαρή από ό,τι αρχικά αναμενόταν. «Οι μελλοντικές προσδοκίες στην παραγωγή αυξήθηκαν ελαφρώς λόγω της βελτίωσης στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην αγοράς ενέργειας, βοηθούντος και του θερμότερου φθινοπωρινού καιρού», λέει ο οικονομολόγος της S&P Global,Κρις Γουίλιαμσον. «Αλλά η εμπιστοσύνη παραμένει στα πιο χαμηλά επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί την τελευταία δεκαετία», προσθέτει.

Ο δείκτης μεταποίησης (PMI) της ευρωζώνης αυξήθηκε στο 47,1 από 46,4 τον προηγούμενο μήνα, αλλά παρέμεινε κάτω από το 50-το επίπεδο που διαχωρίζει την επέκταση από τη συρρίκνωση. Η Γερμανία, η Ολλανδία και η Ισπανία είχαν  μάλιστα τις χειρότερες επιδόσεις