Aυξανόμενους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ, βλέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως προειδοποίησε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος κατά την παρουσίαση της εξαμηνιαίας Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της κεντρικής τράπεζας στη Φρανκφούρτη.
«Έναν χρόνο μετά, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η επακόλουθη παγκόσμια ενεργειακή κρίση πρόσθεσαν τις ήδη υψηλές πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες συνέχισαν να αυξάνονται όλο το 2022. Ως αποτέλεσμα, η οικονομική δραστηριότητα έχει επιβραδυνθεί σε σημείο που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μια τεχνική ύφεση στην αλλαγή της χρονιάς. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αισθάνονται ήδη τις επιπτώσεις του αυξανόμενου πληθωρισμού και της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας», τόνισε ο Λουίς ντε Γκίντος για να συμπληρώσει: «Το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι επίσης σαφώς αυξανόμενο. Μέχρι στιγμής, ο τραπεζικός δανεισμός προς τις επιχειρήσεις παραμένει ισχυρός, αντανακλώντας την ανάγκη χρηματοδότησης του υψηλού κόστους παραγωγής, του κεφαλαίου κίνησης και των αποθεμάτων. Ωστόσο, τα στεγαστικά δάνεια προς τα νοικοκυριά μετριάζονται ήδη λόγω των αυστηρότερων πιστωτικών προτύπων και της μειωμένης ζήτησης. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνά μας για τον τραπεζικό δανεισμό, τα πιστωτικά πρότυπα έγιναν πιο αυστηρά το τρίτο τρίμηνο του έτους».
Με τις εταιρείες και τα νοικοκυριά να δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τα χρέη τους, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν υψηλότερες αθετήσεις δανείων, μεσοπρόθεσμα, εκτιμά η ΕΚΤ.
Αν οι προοπτικές συνεχίσουν να επιδεινώνονται, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια αύξηση στις εταιρικές πτωχεύσεις ιδίως μεταξύ των εταιρειών έντασης ενέργειας. «Ζούμε σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας λόγω της επιδείνωσης των οικονομικών προοπτικών, των πληθωριστικών πιέσεων, των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης και των γεωπολιτικών εντάσεων», τόνισε ο ντε Γκίντος και πρόσθεσε: «Ο σημερινός υψηλός πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον στόχο μας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, η νομισματική μας πολιτική πρέπει να παραμείνει εστιασμένη στη μείωση της στήριξης της ζήτησης και στην προστασία από τον κίνδυνο δευτερογενών επιπτώσεων…Θα προχωρήσουμε με σύνεση, συνεχίζοντας την ομαλοποίηση της νομισματικής μας πολιτικής σύμφωνα με τον μεσοπρόθεσμο στόχο μας για τη σταθερότητα των τιμών».