Skip to main content

Γιώργος Χριστοδούλου: «…δεν μας συγκινεί πια ο πόνος και η αδυναμία του άλλου»

«Ο Συνεργός» έχει επιστρέψει στο «Επί Κολωνώ»

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

«Ο Συνεργός» σε κείμενο και σκηνοθεσία Γιώργου Χριστοδούλου ανεβαίνει στη σκηνή τού «Επί Κολωνώ», για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων [Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Αθήνα].

Στις αρχές του 2000,  μια νεαρή κοπέλα από την Βέροια εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Ο σύντροφός της, δηλώνοντας συντετριμμένος πως δε γνωρίζει τίποτα, την αναζητεί.

Η υπόθεση απασχολεί έντονα την ελληνική κοινή γνώμη και δεν αργεί να αποκαλυφθεί πως ο θύτης δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο που την ψάχνει, ο οποίος αφού τη σκότωσε στη συνέχεια, με τη βοήθεια του ξαδέρφου του την εξαφάνισε.

Το έργο αυτό δεν επικεντρώνεται στο θύτη, ούτε στο θύμα. Ο  Γιώργος Χριστοδούλου, στην τρίτη του αυτή προσωπική σκηνοθεσία, προσπαθεί να κατανοήσει  το πώς ένας άνθρωπος, μια ολόκληρη κοινωνία, γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη συνεργός.

Μιλήσαμε μαζί του.

Μετά από το πρώτο του ανέβασμα, τον Οκτώβριο του 2022, «Ο Συνεργός» έχει επιστρέψει  στο  Επί Κολωνώ. Να ξεκινήσουμε με  λίγα λόγια σας για την ανταπόκριση του κοινού,  κατά την πρώτη παρουσίαση;

«Ο συνεργός ήταν η μόνη παράσταση που έχω δουλέψει, είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης που δεν με απασχόλησε στιγμή αν θα κάνει επιτυχία ή αν θ’ αρέσει. Μιλάμε για μια ιστορία, η οποία εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα και το μόνο που με απασχολούσε είναι να γίνω από την πλευρά μου, όσο πιο ειλικρινής μπορώ σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα. Πάνω σε αυτή τη βάση δουλέψαμε και με τους ηθοποιούς. Αυτή είναι η αξία που ορίσαμε για να προχωρήσουμε και θεωρώ πως αυτό ήταν, κυρίως, το στοιχείο που διέκρινε ο κόσμος που μας τίμησε με την παρουσία του και τα καλά του λόγια. Με συγκινεί βαθιά να βλέπω πώς ο κόσμος βγαίνει από την παράσταση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα ως καλλιτέχνη απ’ το να βλέπω ότι δημιουργήσαμε μια παράσταση πραγματικά επιδραστική».

Τι σας προσέλκυσε στη συγκεκριμένη, πραγματική ιστορία δολοφονίας; Και, όπως και ο τίτλος μαρτυρά, στρέφετε τον φακό  στον άνθρωπο που βοήθησε στη συγκάλυψη του εγκλήματος. Πώς σκιαγραφείτε τον συγκεκριμένο χαρακτήρα και για ποιους λόγους εστιάσατε σε αυτόν και όχι στον θύτη ή το θύμα;

«Φανταστείτε ότι ένα βράδυ έρχεται ένα πολύ αγαπημένο σας συγγενικό πρόσωπο, σας εξομολογείται ότι διέπραξε ένα έγκλημα και σας ζητά να τον βοηθήσετε να αποφύγει τις συνέπειες της πράξης του, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα για να σας πείσει. Αυτή η πραγματική δεδομένη συνθήκη, ήταν το πρώτο ερέθισμα για να γράψω αυτό το έργο. Από κει και πέρα το γιατί καταλήγει κάποιος να βοηθήσει τον δολοφόνο μιας γυναίκας, αυτό το “γιατί”, είναι το κυρίως θέμα που ερευνώντας το, αποκαλύπτονται ένα σωρό παθογένειες· ελληνικές και όχι μόνο. Ένα σωρό ερωτήματα που ψάχνουν απαντήσεις. Ποιες ιδέες, ποιες πεποιθήσεις δημιουργούν δολοφόνους γυναικών ή ανθρώπους που σιωπούν μπροστά σε ένα τέτοιο έγκλημα; Σε αυτή η πραγματική ιστορία που με ενέπνευσε και, δυστυχώς, δεν διαφέρει πολύ από τις υπόλοιπες επέλεξα να επικεντρωθώ στον συνεργό γιατί η δική του στάση μου φάνηκε ακόμα πιο τρομακτική και δυσοίωνη κι από του ίδιου του δολοφόνου. Υπάρχει κάτι πολύ κακό και με βαθιές ρίζες σε αυτό που κάνει έναν άνθρωπο από τη μια στιγμή στην άλλη να σηκωθεί από τον καναπέ του και να πάει να θάψει το πτώμα μίας γυναίκας σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Και δεν έχει να κάνει με το ήθος του συγκεκριμένου ανθρώπου. Έχει να κάνει με το ήθος μίας ολόκληρης κοινωνίας».

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην περίπτωση συνέργειας σε ένα έγκλημα,  πρέπει να φωτίζονται, να ανακαλύπτονται, ίσως,  και οι όποιες «ανθρώπινες πλευρές» της συνέργειας; Να  προσεγγίζεται η πράξη, δηλαδή, μέσα από την οπτική της βοήθειας προς κάποιον που υπέπεσε στο λάθος ενός εγκλήματος;

«Ο συνεργός που δημιούργησα εγώ στο έργο είναι ένας καλός άνθρωπος, καλός σύζυγος, καλός φίλος. Δεν είναι τέρας. Είναι ένας από μας. Αν ο κόσμος παρακολουθώντας την παράσταση ταυτιστεί μαζί του, ίσως συναισθανθεί ότι το πρόβλημα της στάσης του απέναντι σε αυτό το γεγονός δεν αφορά μόνο τον ίδιο· έχει να κάνει και με τον πατέρα του και με τη μάνα του και με το χωριό του και πάει λέγοντας.  Είναι συλλογική η ευθύνη. Δεν θέλω να κάνω βαρύγδουπες δηλώσεις αλλά όπως και να το κάνουμε, έχει να κάνει με την αντίληψη για τη θέση της γυναίκας παντού και, κυρίως, στην επαρχία, που απλά γίνεται πιο ορατό. Για κάποιους ανθρώπους, ακόμη και σήμερα, η δολοφονία μιας γυναίκας βαφτίζεται έγκλημα πάθους και υπάρχει μια ανομολόγητη κατανόηση για αυτούς τους εγκληματίες. Κάποιες φορές δεν είναι μόνο ανομολόγητη αυτή η κατανόηση, γίνεται φανερή στήριξη. Δεν είναι ούτε σε άλλη χώρα, ούτε τόσο μικρή η μερίδα των ανθρώπων -αντρών και γυναικών- που θα γράψουν στο ίντερνετ δικαιολογίες για δολοφόνους γυναικών».

Θεωρείτε, μέσα και από την εμπειρία του συγκεκριμένου ανεβάσματος, ότι κάποιος μπορεί να γίνει συνεργός σε ένα έγκλημα πριν καλά καλά το καταλάβει;

«Ναι, μπορεί να μπλεχτείς σε μια κατάσταση από τη μια στιγμή στην άλλη, χωρίς να το καταλάβεις. Συμβαίνει πολύ συχνά στη ζωή μας αυτό. Αλλά αυτό που εγώ προσπάθησα να δημιουργήσω στο έργο είναι ανθρώπους που έχουν επιλογές και για κάποιους συγκεκριμένους λόγους επιλέγουν, τελικά, αυτά που επιλέγουν. Βλέπουμε ανθρώπους που αποκτηνώνονται, που μπορεί να αυτοκαταστρέφονται αλλά παλεύουν μέχρι τέλους να σώσουν το τομάρι τους. Στον “Συνεργό”,  όλοι οι χαρακτήρες είναι αυτό που θα λέγαμε “αρνητικοί”. Ακόμα και η μητέρα του θύματος φέρει κάποια ευθύνη για την έκβαση του γεγονότος».

Διαβάζουμε στην παρουσίαση του έργου ότι στην εποχή μας «…τα όρια του καλού και του κακού διερευνώνται εκ νέου…»· πείτε μας κάτι παραπάνω για αυτή τη διαπίστωσή σας.

«Νιώθω πως ζούμε σε μία εποχή αμφισβήτησης των πατροπαράδοτων αξιών. Και αυτό εγώ το υποδέχομαι με ελπίδα. Τα πράγματα βέβαια αλλάζουν με απίστευτες ταχύτητες. Δεν αποκτάμε βαθιά συνείδηση για τίποτα. Γινόμαστε θύματα της μαζικής ψυχολογίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και κολυμπάμε ή στη ρευστότητα ή στην απολυτότητα του άσπρου και του μαύρου. Παρόλα αυτά, καμία αλλαγή δεν ήρθε χωρίς επίπονες ζυμώσεις».

Θα διαλέξετε να μας πείτε δύο λόγια από αυτά που ακούγονται στο έργο; Όποια σας έρθουν πρώτα στον νου.

«“Όλοι μας κάποια στιγμή, το χούμε μισήσει αυτό το χωριό. Όλοι νιώθουν ότι τους πνίγει και όλοι θέλουν να φύγουν. Όσοι όμως φεύγουν μετά από λίγο θέλουν να γυρίσουν πίσω. Τους πνίγει χειρότερα η πόλη… και πάει λέγοντας αυτή η δουλειά…”».

Ζούμε σε μια εποχή,  που η βία γενικότερα αλλά και ειδικότερα οι γυναικοκτονίες έχουν εισβάλει έντονα στην καθημερινή πραγματικότητά μας. Η ανθρωπότητα προχωρά και εξελίσσεται σε τόσους τομείς,  μα η βία μοιάζει να παραμένει  -και με ενδείξεις ενίσχυσης- ένα διαχρονικό μέσο επιβολής ανθρώπου προς άνθρωπο.  Κάποιο σχόλιό σας;

«Εμένα αυτό που με προβληματίζει εξίσου είναι και η βία που διακρίνω μέσα στις ψυχές. Με σοκάρει, η τόσο μεγάλη έλλειψη ενσυναίσθησης. Δεν ξέρω αν ήταν έτσι πάντα και τώρα που όλοι έχουμε αποκτήσει δημόσιο λόγο γίνεται απλά πιο φανερό. Πέρα από το μίσος που διαχέεται ανάμεσα στους ανθρώπους το πιο τρομακτικό είναι ότι δεν μας συγκινεί πια ο πόνος και η αδυναμία του άλλου».

Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστείτε και στον «Πλατόνωφ» του Αντόλφ Σαπίρο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτή τη συμμετοχή σας.

«Έτυχε να μην έχω ξαναδουλέψει σε έργο του Tσέχωφ και νιώθω τυχερός που αυτή η πρώτη φορά είναι πάνω στο πρώτο του έργο το οποίο εμπεριέχει τα ψήγματα ολόκληρης της δραματουργίας του. Mου θυμίζει λίγο, όταν παλιότερα έλεγα πως δεν έχω δουλέψει πάνω σε αρχαία τραγωδία και έτυχε ναι δουλέψω πάνω στην Iλιάδα του Ομήρου, η οποία εμπεριέχει τα ψήγματα όλων των τραγωδιών. Διπλά τυχερός νιώθω που έρχομαι σε επαφή πρώτη φορά με τον Τσέχωφ υπό την καθοδήγηση του φημισμένου μελετητή του, Αντόλφ Σαπίρο, μαζί με μία πολύ ωραία ομάδα συνάδελφων».

Επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια;

«Είμαι σε διαδικασία που οργανώνω το ανέβασμα του καινούργιου μου έργου που λέγεται “Στην παλιά εθνική”».

Συντελεστές της Παράστασης

Σκηνοθεσία – Κείμενο: Γιώργος Χριστοδούλου

Συμμετοχή στα Βίντεο-Τραγούδι: Αθηνά Σακαλή

Φωτισμοί: Ναυσικά Χριστοδουλάκου

Σκηνικά – Κοστούμια: Αλέξανδρος Γαρνάβος, Τζίνα Ηλιοπούλου

Επιμέλεια Σκηνικού: Γιώργος Χριστοδούλου

Επιμέλεια μουσικής: Γιάννης Λατουσάκης

Βίντεο παράστασης: Δομνίκη Μητροπούλου, Αλέξης Ορφανίδης

Social Media: Δανάη Γκουτκίδου

Υπεύθυνοι επικοινωνίας παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας

Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού

Βοηθός Παραγωγής: Αμαλία Θεοχαρούδη

Παραγωγή: Ομάδα Νάμα

Παίζουν οι ηθοποιοί: Χρήστος Κοντογεώργης, Φανή Παναγιωτίδου, Μαρία Προϊστάκη, Γιώργος Τριανταφυλλίδης.