Skip to main content

Χαμηλές εισφορές, άρα και συντάξεις, επιλέγουν οι μη μισθωτοί

EUROKINISSI /ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τέσσερις συμβουλές για επιλογή κατηγορίας

Υπερβαίνουν το 1 εκατ. οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι που αναμένεται να παραμείνουν στην 1η και πιο «ευνοϊκή» ασφαλιστική κατηγορία και κατά το τρέχον έτος, γνωρίζοντας ότι διατρέχουν κίνδυνο να λάβουν πολύ χαμηλή σύνταξη.

Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο ΕΦΚΑ και σας παρουσιάζει σήμερα η «Ν» δείχνουν ότι το 78,31% των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων (620.388 άτομα) και των αγροτών (405.821 άτομα) βρίσκονταν στην 1η κατηγορία αναφορικά με τις εισφορές που κατέβαλαν τον περσινό Νοέμβριο. Άρα, αθροιστικά, 1.026.209 ασφαλισμένοι είναι πιθανό και φέτος να παραμείνουν στην ίδια κατηγορία και να καταβάλλουν εισφορές 238,22 ευρώ τον μήνα (συν 10 ευρώ υπέρ ανεργίας προς τη ΔΥΠΑ).

Οι αγρότες που κάνουν την ίδια επιλογή καταβάλλουν 141,8 ευρώ σε μηνιαία βάση για κύρια σύνταξη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής αποτυπώνεται στη λήξη του εργασιακού βίου, με τη σύνταξη που θα λάβουν οι δικαιούχοι. Όπως σημειώνει ο κ. Δημήτρης Μπούρλος, γνωστός δικηγόρος και τ. εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ», «κάποιος που θα καταβάλλει εισφορές στην 1η κατηγορία με 40 χρόνια ασφάλισης, θα λάβει σύνταξη 880 ευρώ μικτά». Άρα η παραμονή στην πιο χαμηλή κατηγορία «μεταφράζεται» σε συντάξεις που μόλις και μετά βίας θα προσεγγίζουν τα 650-700 ευρώ τον μήνα, για όσους συνταξιοδοτηθούν με λιγότερα έτη ασφάλισης.

Πιο δύσκολη επιλογή

Ειδικά μετά την αύξηση κατά 3,46% που αποφασίστηκε και για φέτος στις ασφαλιστικές εισφορές (επιβάρυνση σχεδόν 8 ευρώ τον μήνα για ελεύθερους επαγγελματίες και 4 ευρώ για αγρότες), η επιλογή υψηλότερης ασφαλιστικής κατηγορίας δυσκολεύει όλο και περισσότερο. Συνεπώς, μπορεί να φαίνεται προνομιακή αυτή η επιλογή για πολλούς μη μισθωτούς, όμως στο μέλλον η συγκεκριμένη απόφαση ίσως οδηγήσει σε αδιέξοδο,
ειδικά όταν η ηλικία λειτουργήσει αποτρεπτικά για οποιαδήποτε μορφή εργασίας.

Από τα υπόλοιπα στοιχεία που επεξεργάζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ προκύπτει ότι είναι σχετικά μεγάλος ο αριθμός των μη μισθωτών (147.093 άτομα ή 11,22%) που επιλέγουν την «ειδική» κατηγορία, που προσφέρει ακόμα πιο χαμηλό ασφάλιστρο. Πρόκειται για εκείνους τους ασφαλισμένους οι οποίοι είναι λιγότερα από πέντε έτη στο επάγγελμα που ασκούν και έτσι έχουν την επιλογή να καταβάλλουν 142,93 ευρώ τον μήνα.

Ενδεικτικό της μεγάλης απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στην 1η ασφαλιστική κατηγορία που επιλέγουν σχεδόν οι οκτώ στους δέκα μη μισθωτοί ασφαλισμένοι και σε όλες τις υπόλοιπες είναι ότι στην αμέσως επόμενη, τη 2η κατηγορία, καταγράφονται μόλις 59.379 άτομα (ή 4,53% του συνόλου).

Οι συγκεκριμένοι, αν δεν αλλάξουν επιλογή μέχρι την 31η Ιανουαρίου -το χρονικό όριο που έχει θέσει ο ΕΦΚΑ- θα κληθούν να καταβάλλουν το τρέχον έτος 285,87 ευρώ τον μήνα για κύρια σύνταξη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αν πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες και
για αυτοαπασχολούμενους. Αυτό σημαίνει ότι η διαφορά με την 1η κατηγορία είναι 25,87 ευρώ τον μήνα ή 310,44 ευρώ τον χρόνο.

Αντίστοιχα για τους αγρότες που θα προβούν σε ανάλογη επιλογή, το ασφάλιστρο της 2ης κατηγορίας ανέρχεται σε 170,15 ευρώ, δηλαδή είναι υψηλότερο από το αμέσως προηγούμενο κατά 28,35 ευρώ τον μήνα ή 340,2 ευρώ ετησίως.

Παρόμοια εικόνα

Ανάλογη εικόνα διαπιστώνεται και σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες ασφάλισης για ελεύθερους επαγγελματίες και για αυτοαπασχολούμενους. Στην 3η ασφαλιστική κατηγορία, που έχουν επιλέξει 34.588 άτομα ή 2,64% του συνόλου, το ασφάλιστρο για μη μισθωτούς ανέρχεται σε 342,59 ευρώ τον μήνα, δηλαδή περισσότερα κατά 104,37 ευρώ τον μήνα σε σχέση με την 1η ή κατά 1.252,44 ευρώ τον χρόνο. Για τους αγρότες, η εισφορά που προκύπτει για την ίδια κατηγορία είναι 204,18 ευρώ, δηλαδή μεγαλύτερη κατά 62,38 ευρώ τον μήνα, ή 746,58 ευρώ τον χρόνο.

Στην 4η ασφαλιστική κατηγορία, που είχε επιλεχθεί από 20.645 άτομα ή 1,58% του συνόλου, το νέο ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί ανέρχεται σε 411,78 ευρώ για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους. Το ποσό αυτό, σε σχέση με τη χαμηλότερη ασφαλιστική κατηγορία είναι μεγαλύτερο κατά 173,56 ευρώ τον μήνα, ή 2.082,72 ευρώ τον χρόνο. Για τους αγρότες το αντίστοιχο ποσό στην 4η κατηγορία είναι 245,02 ευρώ, υψηλότερο σε σχέση με την 1η κατά 103,22 ευρώ τον μήνα ή κατά 1.238,64 ευρώ τον χρόνο.

Στην 5η και προτελευταία κατηγορία (9.899 άτομα ή 0,76% του συνόλου), το ασφάλιστρο για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους φτάνει στα 493,46 ευρώ, μεγαλύτερο συγκριτικά με την 1η κατά 255,24 ευρώ τον μήνα ή κατά 3.062,88 ευρώ τον χρόνο. Για τους αγρότες, το ασφάλιστρο στην ίδια κατηγορία ανέρχεται στα 294,94 ευρώ, μεγαλύτερο από την 1η κατηγορία κατά 153,14 ευρώ τον μήνα, ή 1.837,68 ευρώ τον χρόνο.

Στην τελευταία κατηγορία

Στην 6η και τελευταία ασφαλιστική κατηγορία, που αποτελεί επιλογή μόλις 12.621 ατόμων ή 0,96% του συνόλου, το ασφάλιστρο για μη μισθωτούς σκαρφαλώνει στα 642,06 ευρώ, δηλαδή περισσότερα κατά 403,84 ευρώ τον μήνα ή κατά 4.846,08 ευρώ τον χρόνο σε σχέση με την 1η κατηγορία.

Για τους αγρότες, το ανάλογο ποσό στην 6η κατηγορία ασφάλισης είναι 384,56 ευρώ, περισσότερα συγκριτικά με την 1η κατά 242,76 ευρώ τον μήνα ή κατά 2.913,12 σε ετήσια βάση. Άρα, ασφαλώς και υπάρχει μια σημαντική επιβάρυνση στους μη μισθωτούς, που δεν πρέπει να υποτιμάται από την ηγεσία του ΕΦΚΑ. Μια επιβάρυνση που λειτουργεί αποτρεπτικά ώστε να επιλέξουν οι ενδιαφερόμενοι την όποια ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία και να βελτιώσουν το ύψος της μελλοντικής τους σύνταξης. Ξεκινάει από 25,87 ευρώ τον μήνα περισσότερα ή 310,44 ευρώ τον χρόνο για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους και φτάνει στα 403,84 ευρώ τον μήνα ή 4.846,08 ευρώ τον χρόνο, στο μέγιστο βαθμό. Αντίστοιχα, για τους αγρότες η επιβάρυνση κυμαίνεται από 28,35 ευρώ τον μήνα ή 340,2 ευρώ τον χρόνο, μέχρι 242,76 ευρώ τον μήνα ή 2.913,12 ευρώ τον χρόνο.

Σε μια περίοδο παρατεταμένης ακρίβειας και αύξησης στο κόστος των πρώτων υλών, δεν αποτελεί εντύπωση που σχεδόν οκτώ στους δέκα μη μισθωτούς καταφεύγουν στην 1η ασφαλιστική κατηγορία. Ακόμα και αν αυτή η επιλογή τους φαίνεται να αποβαίνει σε βάρος τους μεσομακροπρόθεσμα, εξαιτίας των πολύ χαμηλών συντάξεων που αποφέρει.

Οι εκτιμήσεις της αγοράς

Είναι χαρακτηριστικό ότι παράγοντες της Κοινωνικής Ασφάλισης εκτιμούν πως από φέτος ίσως θα μπορούσαν οι μη μισθωτοί να αρχίσουν να επιλέγουν ασφαλιστικές κατηγορίες πάνω από την 3η, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν το ποσό που θα λάβουν ως σύνταξη.

Η αύξηση στις ασφαλιστικές εισφορές ήταν 3,46%, μικρότερη από το 7,75% του 2023, λόγω περιορισμού του πληθωρισμού. Με δεδομένο ότι έχουν αυξηθεί τα έτη επίδρασης των εισφορών στο τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή της σύνταξης, εκτιμάται ότι, με επιλογή υψηλότερης ασφαλιστικής κατηγορίας, υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες για να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο η αύξηση της σύνταξης. Σε διαφορετική περίπτωση, θα πρέπει οι μη μισθωτοί ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι να συμβιβαστούν με συντάξεις στα επίπεδα των 700 – 800 ευρώ και οι αγρότες στα επίπεδα των 650 – 750 ευρώ.

Τέσσερις συμβουλές για επιλογή κατηγορίας

Πριν επιλέξει κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας κατηγορία καταβολής εισφορών, σύμφωνα με τον κ. Δημήτρη Μπούρλο, πρέπει να λάβει
υπόψη τα εξής:

  1. Το μηνιαίο κόστος των εισφορών που θα καταβάλλει πρέπει να είναι μέσα στις οικονομικές του δυνατότητες. Δεν έχει καμία αξία, αποβλέποντας σε υψηλότερη σύνταξη, να επιλέξει κατηγορία στη δαπάνη της οποίας αδυνατεί να ανταποκριθεί.
  2. Η σύνταξη υπολογίζεται με τον μέσο όρο εισφορών που έχει καταβάλει από το 2002 έως τη συνταξιοδότηση. Επομένως η αύξηση ή μείωση κατηγορίας για λίγα χρόνια, μικρές διαφοροποιήσεις επιφέρει στο ποσό της σύνταξης που θα του απονεμηθεί.
  3. Η εξαγορά πλασματικών γίνεται με βάση την κατηγορία που έχει επιλέξει. Επομένως υψηλή κατηγορία σημαίνει υψηλό κόστος εξαγορών
    και βέβαια υψηλότερο μέσο όρο εισφορών.
  4. Ενδεικτικά μπορούμε να σημειώσουμε ότι κάποιος που καταβάλλει για 40 έτη εισφορές στην 1η κατηγορία, θα λάβει σύνταξη περίπου 880 ευρώ. Ένας που καταβάλλει στην 3η κατηγορία, θα λάβει σύνταξη 1.100 ευρώ και ένας που καταβάλλει στην 6η θα λάβει σύνταξη 1.840 ευρώ. Με λιγότερα έτη ασφάλισης οι διαφορές είναι μικρότερες.