Skip to main content

Πιο κοντά στο «συνεταιρίζεσθαι» ήρθε η Ελληνίδα αγρότισσα

Από την έντυπη έκδοση 

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]

Ανατρέποντας ορισμένα «παραδοσιακά» στερεότυπα ο ρόλος της Ελληνίδας αγρότισσας εμφανίζεται ποιοτικά αναβαθμισμένος και θωρακισμένος έναντι προηγουμένων δεκαετίων, ωστόσο παρά τις όποιες βελτιώσεις το μέσο εισόδημα για τις γυναίκες που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, μολονότι το ποσοστό ιδιοκτησίας προσωπικής αγροτικής περιουσίας είναι ιδιαιτέρως υψηλό. 

Το παραπάνω «προφίλ» της Ελληνίδας αγρότισσας προκύπτει από τα βασικότερα εκ των συμπερασμάτων της έρευνας «Η Ελληνίδα αγρότισσα: αποτύπωση της συμμετοχής, προβλήματα, προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής για την ενθάρρυνση της συμμετοχής των γυναικών στον αγροτικό τομέα και την ελληνική ύπαιθρο», της αναπληρώτριας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Μαρίας Γκασούκα, που παρουσιάστηκαν κατά τη χθεσινή ημερίδα που πραγματοποιήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων και την Περιφέρεια Αττικής υπό την αιγίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Σύμφωνα με τη δρ. Γκασούκα και με βάση τα ευρήματα, «υποχωρεί η πατριαρχική προσέγγιση του αγροτικού χώρου και οι γυναίκες ολοένα και περισσότερο αυτοπροσδιορίζονται ως επαγγελματίες αγρότισσες, ενεργές, με εισόδημα». 

Αναλυτικότερα, μολονότι οι περισσότερες από τις μισές ερωτηθείσες του δείγματος (65%) ήταν ηλικίας μεταξύ 41 και 60 ετών και μόλις το 6% αφορούσε νεαρότερες ηλικίες, κάτω των 30 ετών, το μορφωτικό επίπεδό τους κρίνεται ικανοποιητικό σε σχέση με το παρελθόν, καθώς το 31% είναι απόφοιτες λυκείου, το 17% απόφοιτες μεταλυκειακής εκπαίδευσης, το 27% απόφοιτες δημοτικού και ένα 17% απόφοιτες γυμνασίου. Η πλειονότητα του δείγματος σε ποσοστό 68% διαθέτει γνώσεις υπολογιστή, ενώ το 43% έχει επιμορφωθεί σε αγροτικά και συνεταιριστικά θέματα, εκ των οποίων το 47% περισσότερες από δύο φορές. Εξάλλου το 46% δήλωσε ότι είναι εγγεγραμμένο σε αγροτική, συνεταιριστική δομή της περιοχής του. Από αυτές, το 74% συμμετέχει σε μικτό ως προς το φύλο συνεταιρισμό και δραστηριοποιείται στο πλαίσιό του. Το 76% είναι παντρεμένες, ενώ το 37,48% έχει δύο παιδιά. Η μεγάλη πλειοψηφία του δείγματος (76%) ασχολείται με την παραγωγή γεωργικών προϊόντων, ενώ το 11% με τη φροντίδα των ζώων (11%). 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως το 80% των ερωτώμενων δήλωσε ότι διαθέτει προσωπική αγροτική ιδιοκτησία, ανατρέποντας έτσι το «έμφυλο στερεότυπο» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έρευνα, καθότι η πρόσβαση στη γη αποτελεί κατεξοχήν ανδρικό προνόμιο. Από τις αγρότισσες που δήλωσαν ότι διαθέτουν προσωπική αγροτική ιδιοκτησία οι μισές (50%) απάντησαν πως τη διαχειρίζονται οι ίδιες, ενώ οι υπόλοιπες δήλωσαν κατά 40% πως παραχώρησαν τη διαχείριση της περιουσίας τους στον σύζυγό τους και μόνο ένα μικρό ποσοστό (10%) πως τη διαχειρίζεται από κοινού με τον σύζυγο/σύντροφο. 

«Από τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνεται η εκτίμηση περί της υποχώρησης της πρακτικής της διαχείρισης της ιδιοκτησίας των γυναικών από τους άνδρες ερήμην τους, όπως άλλωστε και της πεποίθησης πως οι άνδρες κατά κανόνα αποφασίζουν για τη διάθεση και την τιμή των προϊόντων, αφού οι συγκεκριμένες αγρότισσες σε ποσοστό 56% δηλώνουν ότι η τελική απόφαση για τη διάθεση του/της αγροτικού/ής προϊόντος/υπηρεσίας στην οικογένεια είναι και των δύο συντρόφων» επισημαίνει η μελέτη.

Όμως, οι δηλώσεις αυτές θα πρέπει να συσχετισθούν ευρύτερα με το μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης, αλλά και με το ιδιαίτερα περιορισμένο εισόδημα των αγροτισσών, καθώς, όπως προκύπτει, το 58% δήλωσε μηνιαίο καθαρό εισόδημα 1 – 500 ευρώ (έναντι του 24% που δήλωσε 501 ευρώ – 1.000 ευρώ, το 12% έως 2.000 ευρώ και 6% 2.001 ευρώ και άνω). 
Σχετικά με τον χρόνο απασχόλησης των γυναικών στην αγροτική εκμετάλλευση σε σχέση με αυτόν του συζύγου ή των άλλων αρσενικών μελών της οικογένειας, οι αγρότισσες σε ποσοστό 43% απάντησαν ότι είναι μικρότερος, σε ποσοστό 30% μεγαλύτερος και σε 27% ίδιος.