Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι η Moody’s δεν προχώρησε σε κάποια έκθεση αξιολόγησης την περασμένη Παρασκευή, τη στιγμή που πολλοί ήταν εκείνοι που διέβλεπαν μια αναβάθμιση κατά τουλάχιστον μία βαθμίδα. Φυσικά, αν κάποιος μελετήσει τον τρόπο που έχει συμπεριφερθεί ο εν λόγω οίκος στο παρελθόν, δεν θα έλεγε ότι κάτι τέτοιο είναι σπάνιο.
Η Moody’s, λοιπόν, στη λιτή ανακοίνωσή της, κοντά στα μεσάνυχτα (ώρα Ελλάδος) της Παρασκευής, ανακοίνωσε απλά ότι ανανεώνει το ημερολόγιο των αξιολογήσεων κρατικών ομολόγων χωρίς να αναφέρει κάτι πιο συγκεκριμένο. Το γεγονός είναι ότι υπήρχε αισιοδοξία πως το επίπεδο αξιολόγησης θα ανέβει ώστε να προσεγγίζει έστω τα επίπεδα των S&P και Fitch, κάτι το οποίο δεν επιβεβαιώθηκε και που μπορεί να προκαλέσει μια σχετική ανησυχία στο χρηματιστήριο και την αγορά ομολόγων. Γενικά αποτελεί μια ακόμη «αστοχία» στη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
Υπενθυμίζεται ότι η αξιολόγηση της Moody’s είναι στο επίπεδο B3, το οποίο απέχει δύο βαθμίδες από το αντίστοιχο επίπεδο της S&P και τρεις από τη Fitch.
Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη πως δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει η συμπεριφορά της Moody’s, αφού στις 21/2, οπότε και αναβάθμισε την ελληνική οικονομία κατά δύο μονάδες, είχε αναφέρει πως με αυτό προεξοφλεί σημαντικές θετικές εξελίξεις. Επίσης, στην τελευταία έκθεσή της για την Ελλάδα, στις 24 Αυγούστου, είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο να χάσει η οικονομία το έδαφος που έχει κερδίσει από τυχόν εφησυχασμούς και αδράνειες, επισημαίνοντας την ανάγκη να τηρηθούν οι δεσμεύεις που ανέλαβε η ελληνική κυβέρνηση και να υλοποιηθούν απαρέγκλιτα οι μεταρρυθμίσεις. Ειδικότερα, στην προ μηνός έκθεσή του ο οίκος Moody’s εστίαζε σε δύο βασικούς κινδύνους: τη μη τήρηση από τις ελληνικές αρχές των συμφωνηθέντων με τους δανειστές και την πολιτική αβεβαιότητα. Και τα δύο αυτά ζητήματα φαίνεται να απασχολούν τους αναλυτές διεθνώς.
Παρατηρώντας τώρα το ιστορικό των αξιολογήσεων από τη Moody’s διαπιστώνουμε πρώτα απ’ όλα ότι είναι η μοναδική από τους τρεις οίκους που έχει προγραμματίσει τρεις αξιολογήσεις τον χρόνο (έναντι δύο των S&P και Fitch). Οι δε ημερομηνίες δεν είναι σταθερές. Αυτό σημαίνει ότι ο οίκος δεν είναι υποχρεωμένος να εκδώσει κάποια ανακοίνωση. Βλέπουμε, ακόμη, ότι το 2010, οπότε και ξεκίνησε η ελληνική κρίση, ο οίκος αξιολόγησε τρεις φορές τη χώρα μας με συνεχείς υποβαθμίσεις, το 2011 εξέδωσε εκθέσεις τέσσερις φορές, ενώ το ιδιαίτερα άσχημο 2012, με το PSI, προχώρησε σε μόλις μία αξιολόγηση, στο επίπεδο C τον Μάρτιο.
Ο οίκος θα εμφανιστεί με σχετική… ετυμηγορία 20 μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 2013, προχωρώντας σε αναβάθμιση, ενώ μετά τον Αύγουστο του 2014 και αργότερα μέσα στο 2015 θα προχωρήσει σε τέσσερις εκθέσεις. Το 2016 προχώρησε σε μόνο μία αξιολόγηση, όπως και το 2017, για να μας αναβαθμίσει έπειτα από επτά χρόνια, «γράφοντας» και πάλι το «Β» για την Ελλάδα. Η δύσκολη, αυστηρή και… ασταθής Moody’s, λοιπόν, την προηγούμενη Παρασκευή δεν έκανε το «χατίρι» που θα ολοκλήρωνε έναν κύκλο καλών αναβαθμίσεων για τη χώρα. Ο λόγος, βέβαια, δεν είναι ότι η Moody’ s είναι ένας οίκος «περίεργος». Λογικά οι αναλυτές ζητούν περισσότερες εγγυήσεις για να βγάλουν ένα συμπέρασμα για τη χώρα και το αξιόχρεό της.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ευρύτερο κλίμα αβεβαιότητας στις διεθνείς αγορές λόγω της έκρηξης του προστατευτισμού και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι αναδυόμενες αγορές, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα αναφορικά με την προσήλωση της κυβέρνησης στις μεταρρυθμίσεις εν όψει της προεκλογικής περιόδου, οδηγούν τη Moody’s σε στάση αναμονής. Επίσης, Ιταλία και Τουρκία δεν θεωρούνται δύο υποθέσεις που έχουν πλέον ξεκαθαρίσει.
Αν από την πλευρά της η κυβέρνηση είχε καταφέρει να πείσει ότι μπορεί να επαναφέρει τη χώρα στην κανονικότητα και αν φυσικά οι θεσμοί έδειχναν ικανοποιημένοι και απόλυτα σύμφωνοι με τους σχεδιασμούς της επόμενης μέρας, πιθανότατα η Moody’s να είχε προχωρήσει διαφορετικά.