Χαμηλή ήταν η επενδυτική δραστηριότητα το 2017 βάσει της ετήσιας μελέτης «Εξαγορές και συγχωνεύσεις στην Ελλάδα» της PwC Ελλάδας, με ελάχιστες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και κύριο χαρακτηριστικό της αποεπενδύσεις των τραπεζών με μερίδιο 49% επί του συνόλου της αξίας των συναλλαγών. Κάτω του στόχου τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις.
Όπως αναφέρεται στην μελέτη συνολικά οι ελληνικές επιχειρήσεις προσέλκυσαν 5,5 δισ. το 2017, εκ των οποίων το 1,9 δισ. αφορά σε εταιρικά ομόλογα και το 1,6 δισ. σε Εξαγορές και Συγχωνεύσεις (Ε&Σ), ενώ μόλις 251 εκατ. συνδέονται με αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που καλύφθηκαν από στρατηγικούς επενδυτές.
Από τις 36 συνολικά συναλλαγές Ε&Σ που πραγματοποιήθηκαν, οι πέντε μεγαλύτερες άγγιξαν τα 1,2 δισ. επί συνόλου 1,6 δισ. και αφορούσαν σε αποεπενδύσεις συστημικών τραπεζών, γεγονός που, όπως παρατηρείται στη μελέτη, αποτελεί κύριο φαινόμενο των τελευταίων ετών διατηρώντας 75% του συνόλου της αξίας των συναλλαγών το 2016 και 49% για το 2017.
Όπως αποτυπώνεται στη μελέτη, σταθερή παρέμεινε η αξία των συναλλαγών σε σχέση με το 2016, αν εξαιρεθεί λόγω μεγέθους η συναλλαγή της Finansbank κατά το προηγούμενο έτος.
Κυρίαρχος κλάδος σε επίπεδο αξίας συναλλαγών Ε&Σ εξακολουθεί να είναι, από το 2013, εκείνος των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (47,2%) ακολουθούμενος για το 2017 από τους τομείς Ενέργειας (23,7%), Τεχνολογίας (6,6%), Βιομηχανίας (6,5%) και Υγείας (4,9%), Υπηρεσιών (3%), Ακινήτων (4,6%) και Λιανικής (0,3%). Σημειώνεται ότι οι αποεπενδύσεις των συστημικών τραπεζών αποτελούν τον κύριο όγκο των Ε&Σ κάθε χρόνο.
Σε επίπεδο ιδιωτικοποιήσεων, τα έσοδα από τις δύο βασικές αποκρατικοποιήσεις της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, ανήλθαν στα 1,7 δισ., έναντι του στόχου των 1,9 δισ. του κρατικού προϋπολογισμού. Συνολικά τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις κατά την τελευταία οκταετία ανήλθαν σε 5 δισ. εκ των οποίων τα 4 δισ. προήλθαν από τα έτη 2011, 2013 και 2017.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του 2017 εννέα ελληνικές εταιρείες εξέδωσαν διαπραγματεύσιμα ομόλογα με κουπόνια που κυμαίνονταν από 2% έως 5% αντλώντας 1,9 δισ. έναντι 1,6 δισ. το 2016.
Για το 2018, βάσει των ήδη συμφωνηθέντων και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις σχετικές ανακοινώσεις Ε&Σ με ενδεικτικά παραδείγματα την εξαγορά της Cyta Hellas από τη Vodafone, την πώληση των Νηρέα και Σελόντα, και της Εθνικής Ασφαλιστικής, την εξαγορά του ΙΑΣΩ General και την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΘ, η αξία των συναλλαγών αναμένεται να ξεπεράσει το 1 δισ. με επιπλέον 1,2 δισ. από ιδιωτικοποιήσεις.
Ωστόσο, όπως καταδεικνύει η μελέτη, η δραστηριότητα της Ελλάδας σε ότι αφορά συναλλαγές Ε&Σ παραμένει πολύ χαμηλή (μικρότερη του 1%) συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι 20 μεγαλύτερες συμφωνίες που ανακοινώθηκαν το 2017 ανήλθαν σε 234 δισ. με κυρίαρχο σε αυτές τον Φαρμακευτικό κλάδο.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, η PwC αναδείχθηκε πρώτος χρηματοοικονομικός σύμβουλος για Ε&Σ παγκοσμίως βάσει του αριθμού συναλλαγών και τέταρτος στην Ευρώπη βάσει αξίας συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων μεσαίας κεφαλαιοποίησης (10εκατ. δολ. – 250 εκατ. δολ.).
Σύμφωνα με τον Partner και Επικεφαλής του τμήματος Deals της PwC Ελλάδας Θανάση Πανόπουλο χαρακτηριστικό στοιχείο του 2017 αποτέλεσαν οι «υποχρεωτικές» συναλλαγές, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και οι αποεπενδύσεις των τραπεζών, ενώ η δραστηριότητα των τακτικών Ε&Σ βρίσκεται στα μέσα επίπεδα των 911 εκατ. ετησίως.
«Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η μεταστροφή από μικρομεσαίες συναλλαγές της τάξης των 10 εκατ.- 50 εκατ., σε μικρές συναλλαγές αξίας κάτω των 10 εκατ.».
Για αναιμική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια λόγω έλλειψης χρηματοδότησης έκανε λόγο ο διευθύνων σύμβουλος της PwC Ελλάδας Μάριος Ψάλτης. «Αυτό θα οδηγήσει σταδιακά σε αύξηση των Ε&Σ τόσο εξαιτίας κλαδικών ενοποιήσεων που θα επέλθουν όσο και λόγω της προσέλκυσης περισσότερων ξένων άμεσων επενδύσεων. Η ομαλή έξοδος από το Πρόγραμμα σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα αναμένεται θα διευκολύνει τις επενδύσεις μέσω εξαγορών» εκτίμησε.