Skip to main content

Thomas Cook: Η επόμενη μέρα για την ελληνική αγορά

Από την έντυπη έκδοση

Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]

Το μέγεθος της κρίσης που προκαλεί στον ελληνικό τουρισμό η πτώχευση της Thomas Cook στη Βρετανία θα προσπαθήσουν να καταγράψουν τις επόμενες ημέρες οι φορείς του ελληνικού τουρισμού.

Ήδη οι οφειλές προς τις ξενοδοχειακές μονάδες φαίνεται ότι προσεγγίζουν ένα ποσό άνω των 300 εκατ. ευρώ, που μπορεί να φτάνει και τα 500 εκατ. ευρώ. Σαφέστερη εικόνα αναμένεται να υπάρξει μετά την ολοκλήρωση της έρευνας στα εκατοντάδες ξενοδοχεία που συνεργάζονταν με την Thomas Cook, την οποία διεξάγει το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος. Στην πλέον δύσκολη θέση πάντως φαίνεται να είναι τα 39 ξενοδοχεία που είχαν αποκλειστική συνεργασία με την Thomas Cook και τα οποία δεν έχουν άλλες πηγές εσόδων.

Σε κάθε περίπτωση οι ξενοδόχοι δεν έχουν μείνει ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα που έβγαλε το μίνι υπουργικό συμβούλιο που έγινε αργά προχθές το βράδυ και αναμένουν και άλλα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα από την πτώχευση της Thomas Cook. Ωστόσο, θα επανέλθουν μόλις λάβουν τα στοιχεία από τις επιχειρήσεις, προκειμένου να γνωρίζουν ακριβώς το ύψος των οφειλών. 

Δύσκολη διαπραγμάτευση

Εκτός από τις υπάρχουσες οφειλές, οι ξενοδόχοι που συνεργάζονταν με τον tour operator κάθονται κυριολεκτικά σε «αναμμένα κάρβουνα» αναφορικά και με τα συμβόλαια που είχαν για τη σεζόν του 2020 και τα οποία ακυρώθηκαν. Στον διεθνή Τύπο κυκλοφορούν ήδη πληροφορίες ότι για το μερίδιο του βρετανικού Τ.Ο. ενδιαφέρονται άλλοι μεγάλοι ευρωπαϊκοί όμιλοι. Εφόσον οι πληροφορίες επαληθευτούν τους επόμενους μήνες θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τα κενά δωμάτια των ξενοδοχείων, με τους ξενοδόχους όμως να είναι σε μειονεκτική θέση. Σε περίπτωση που κλείσουν νέες συμφωνίες με χαμηλότερες τιμές από τις προϋπάρχουσες που αναφέρονταν στα συμβόλαια με την Thomas Cook είναι εξαιρετικά πιθανό να συμπαρασύρουν και άλλα συμβόλαια για μελλοντικές σεζόν, σε μεγάλο μέρος ξενοδοχείων που λειτουργούν με all inclusive. Μάλιστα, όπως επεσήμανε παράγοντας της αγοράς στη «Ν», η κατάρρευση της Thomas Cook στέλνει μήνυμα στον ελληνικό τουρισμό για διαφοροποίηση του προϊόντος που πουλάει, το οποίο στη συντριπτική του πλειοψηφία είναι το «ήλιος και θάλασσα».

«Ανάσα» μέσω πρεσβείας

Πάντως, χθες, οι ξενοδόχοι οι οποίοι φιλοξενούν αυτές τις ημέρες 17.000 Βρετανούς τουρίστες της Thomas Cook πήραν μια «ανάσα», μετά τις δηλώσεις της πρέσβειρας της Μεγ. Βρετανίας, η οποία τόνισε ότι η υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας της χώρας θα καλύψει το κόστος διαμονής τους στην Ελλάδα. H κ. Κέιτ Σμιθ συναντήθηκε χθες με τον υπ. Τουρισμού Χ. Θεοχάρη. Σε δηλώσεις του μετά τη συνάντηση ο υπουργός ανέφερε ότι βασικό θέμα της ατζέντας «ήταν η οικονομική κατάρρευση της Thomas Cook και πώς επηρεάζει τη χώρα μας, αλλά και τη M. Βρετανία, καθώς και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την άμεση αντιμετώπιση του θέματος».

Επαφές για την Κρήτη

Το μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα από την πτώχευση του βρετανικού Τ.Ο αντιμετωπίζουν οι ξενοδόχοι της Κρήτης. Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Θεοχάρης είχε συνάντηση με τον περιφερειάρχη Κρήτης Σταύρο Αρναουτάκη. «Βασικό μας μέλημα είναι να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις και να επιλύσουμε γρήγορα και άμεσα τα όποια θέματα έχουν ανακύψει» δήλωσε ο υπουργός. Από την πλευρά του ο περιφερειάρχης Κρήτης ανέφερε ότι ζήτησε από την κυβέρνηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια. 

Με τη «βούλα» το πάγωμα τέλους διανυκτέρευσης

Υπεγράφη η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία «παγώνει» το τέλος διανυκτέρευσης για τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από το λουκέτο της Thomas Cook. H ΠΝΠ θα προβλέπει απαλλαγή από το τέλος για όλες τις διανυκτερεύσεις από τις 23/09 έως και τις 10/10. Η απαλλαγή δεν θα αφορά το σύνολο των επιχειρήσεων παρά μόνο αυτές που έχουν συμβληθεί με την Thomas Cook. Αρμόδιο κυβερνητικό στέλεχος υποστήριξε ότι θα υπάρξουν και άλλα μέτρα για να βοηθηθούν οι επιχειρήσεις, αυτά όμως θα αποφασιστούν μόνο όταν θα υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το μέγεθος της ζημιάς, αλλά και σαφείς ενδείξεις για τις πολιτικές που θα ακολουθήσουν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Τα αιτήματα που έχουν κατατεθεί μέχρι τώρα από τις εταιρείες του κλάδου έχουν δημοσιονομικό κόστος 300 εκατ. ευρώ και γι’ αυτό δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο σύνολό τους.