Skip to main content

Το Ε.Κ. ζητεί την ορθή εφαρμογή των κανόνων για το «ξέπλυμα χρήματος»

Οι κανόνες για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων χρειάζονται συντονισμένη και ταχεία εφαρμογή, σύμφωνα με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου  που υιοθετήθηκε την Πέμπτη με 530 ψήφους έναντι 14 και 104 αποχές.

Τα μέλη του Κοινοβουλίου τονίζουν ότι η ημερομηνία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της τέταρτης οδηγίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (4 AMDL) ήταν τον Ιούνιο του 2017 και της 5 AMDL είναι τον προσεχή Ιανουάριο του 2020. Παροτρύνουν έτσι τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τους ήδη συμφωνημένους κανόνες στη νομοθεσία τους.

Καταδεικνύουν επίσης την έλλειψη συνεργασίας και την κακή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εθνικών αρχών ως τα κύρια εμπόδια για την καταπολέμηση του «ξεπλύματος χρήματος» και της χρηματοδότησης του εγκλήματος και της τρομοκρατίας σε όλα τα κράτη μέλη.

Στο κείμενο προτείνεται ότι η νομοθεσία περί «ελάχιστων προδιαγραφών» σε αυτούς τους τομείς μπορεί να είναι η κύρια αιτία της ελλιπούς εφαρμογής των κανόνων και καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκτιμήσει, σε περίπτωση αναθεώρησης της σχετικής νομοθεσίας, αν ένας κανονισμός θα ήταν καταλληλότερος ως νομοθετικό εργαλείο από μια οδηγία.

Οι βουλευτές τονίζουν ότι την κύρια ευθύνη για την εφαρμογή της νομοθεσίας έχουν οι εθνικές αρχές και παροτρύνουν τα κράτη μέλη να θέσουν ως προτεραιότητα τη χρήση κατάλληλων πόρων για τις διαδικασίες ελέγχου. Χαιρετίζουν επίσης την αύξηση των πόρων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΒΑ), η οποία είναι ο ελεγκτικός μηχανισμός της ΕΕ για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Το ψήφισμα υπενθυμίζει ότι τα μητρώα πραγματικών δικαιούχων για εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες θα πρέπει να είναι έτοιμα μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 2020 και για τα καταπιστεύματα και τα παρόμοια νομικά μορφώματα μέχρι τις 10 Μαρτίου 2020, παροτρύνοντας τα κράτη μέλη να επιταχύνουν τις εργασίες τους.

Στηρίζει δε τη δημιουργία μιας νέας μεθοδολογίας για τον εντοπισμό τρίτων χωρών υψηλού ρίσκου με στρατηγικές αδυναμίες όσον αφορά τη συγκεκριμένη νομοθεσία και καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εφαρμόσει μια διαφανή διαδικασία με ξεκάθαρα και συγκεκριμένα κριτήρια για τις χώρες αυτές, διασφαλίζοντας το δημόσιο έλεγχο.