Skip to main content

«Il Foglio»: Η Γερμανία κερδισμένη από την κρίση και τα μέτρα στήριξης του Ντράγκι

Με τις εκλογές για την ανάδειξη (;) της νέας ιταλικής κυβέρνησης προ των πυλών, όπως τονίζει η εφημερίδα Il Foglio στη χώρα έχει αναζωπυρωθεί ο διάλογος για το ιταλικό δημόσιο χρέος και για την δυνατότητα να πέσει το έλλειμμα κάτω από το όριο του 3%. Άλλωστε, όπως σημειώνει, το ιταλικό χρέος απασχολεί επίσης και τη Γερμανία.

Μάλιστα, στη χώρα αυτή, τη απουσία μίας κυβέρνησης τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και με τον άλλοτε πανίσχυρο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να έχει προαχθεί στη θέση του προέδρου της Μπούντεσταγκ (Εθνοσυνέλευσης), ο ρόλος του «ιέρακος» της οικονομίας έχει αναληφθεί από τον πρόεδρο της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν, τονίζει.

Ο Βάιντμαν, σημειώνει η Il Foglio, «αφ’ ενός επιμένει στη μείωση των κρατικών τίτλων στο χαρτοφυλάκιο των τραπεζών, ως προϋπόθεση για να προωθηθεί ο τρίτος πυλώνας της τραπεζικής ενοποίησης κι αφ’ετέρου προκρίνει το όσο το δυνατόν ταχύτερο κλείσιμο του προγράμματος της Ποσοτικής Χαλάρωσης (Qe).

Στον γερμανικό στόχο για άμεση απαγκίστρωση από τον μηχανισμό της Ποσοτικής Χαλάρωσης, επικουρεί και η θέση σύμφωνα με την οποία τα ομόλογα που εξέδωσε ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, αρχικά μέσω του μηχανισμού, απέφεραν μεγάλα ωφελήματα στις περιφερειακές χώρες, ιδίως όσον αφορά την εξοικονόμηση στα επιτόκια επί του δημοσίου χρέους. Ωφελήματα που δεν θα πρέπει να παραμείνουν επί πολύ, διότι αποτελούν ένα δυσανάλογο πλεονέκτημα των χωρών αυτών της περιφέρειας επί των «ενάρετων» οικονομικά χωρών (που ονομάζονται core, πυρήνας, της Ευρώπης)». «Η θέση τούτη έχει βρει ένθερμους υποστηρικτές ακόμη και στην Ιταλία, διαπιστώνει η εφημερίδα» και διερωτάται: «αλλά, είναι όντως αλήθεια ότι επωφελούνται περισσότερο οι περιφερειακές χώρες από τις επεκτατικές πολιτικές της ΕΚΤ;»

Οι υπολογισμοί που κάνει η Il Foglio όμως αποδεικνύουν ότι συμβαίνει «ακριβώς το αντίθετο»: «Λαμβάνοντας υπ’ όψη το μέσο κόστος του δημοσίου χρέους προ κρίσεως, το 2006 συγκεκριμένα, αυτό κυμαινόταν κατά μέσο όρο στο 4,2% στην Ευρωζώνη. Στο 3,9% στη Γαλλία, στο 4,1 % στη Γερμανία, στο 4,4% στην Ιταλία. Ας υποτεθεί ότι το μέσο δημόσιο χρέος παρέμενε το ίδιο και κατά την περίοδο 2007-17, τότε μπορούμε να υπολογίσουμε και τις δαπάνες για τα επιτόκια στην περίπτωση που δεν είχε σημειωθεί η χρηματοοικονομική κρίση και δεν χρειαζόταν να επέμβει η ΕΚΤ με ενέσεις ρευστότητας.

Συγκρίνοντας αυτές τις δαπάνες με αυτές που πραγματικά στηρίχθηκαν, προκύπτει πως για το σύνολο της Ευρωζώνης υπήρξε μία εξοικονόμηση περίπου 950 δισεκ. ευρώ. Από την εξοικονόμηση αυτή, το 70% των πόρων του μηχανισμού στήριξης πήγε προς όφελος των χωρών με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, ενώ για τις λεγόμενες χώρες «Gipsi» (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία) διοχετεύθηκε λιγότερο από το 30%.

Σε απόλυτους όρους, διαπιστώνει η Il Foglio, «η χώρα που εξοικονόμησε περισσότερο σε δαπάνες για επιτόκια ήταν ακριβώς η Γερμανία: με 280 δισ. ευρώ, ισοδύναμα με το 13% του αποθεματικού του δημόσιου χρέους που καταγράφηκε το 2017. Σημαντική υπήρξε κι η εξοικονόμηση για τη Γαλλία, με περίπου 230 δισ. ευρώ (10% του χρέους). Η Ιταλία μόλις που εξοικονόμησε 140 δισ. ευρώ (6% του αποθεματικού του χρέους)». Σύμφωνα με τον πίνακα που δημοσιεύει η εφημερίδα, η Ελλάδα εξοικονόμησε λίγο πάνω από το 10% του χρέους.

Κατά την εφημερίδα, «στο σύνολό τους οι χώρες core απέφυγαν μία αύξηση άνω του 12% των δημοσίων χρεών τους, ενώσο στις χώρες Gipsi αυτό το ποσοστό ήταν μόλις το μισό. Εν κατακλείδι, στο χρονικό αυτό διάστημα οι χώρες core κατέγραψαν μία εξοικονόμηση 430 δισ.ευρώ παραπάνω από τις χώρες Gipsi».

«Με άλλα λόγια, με την χρηματοοικονομική κρίση διαπιστώθηκε και σε μακροσκοπικό επίπεδο εκείνο που σε μεγάλη έκταση έχει καταγραφεί σε μικροσκοπική κλίμακα: όποιος είχε πολλά κατάφερε να επωφεληθεί περισσότερο στην περίοδο της κρίσης, καθότι αυξήθηκε η ψαλίδα της διαφοράς μεταξύ ανώτερου και κατώτερου εισοδήματος.

Είναι αναγκαίο λοιπόν, κατά τον υπολογισμό του δυνητικού κόστους που θα προκύψει από την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και των θεσμικών μηχανισμών για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής σταθερότητας—για παράδειγμα την ενιαία ασφάλιση των τραπεζικών καταθέσεων, ή το Ευρωπαϊκό Νομισμάτικό Ταμείο—η Γαλλία και η Γερμανία να αναλογισθούν τα πλεονεκτήματα που είχαν έως σήμερα από τη θέση ισχύος τους μέσα στην Ευρωζώνη.

Αυτά τα πλεονεκτήματα, καθώς αυξάνει η διαφορά ανάμεσα στις οικονομίες και τα δημοσιονομικά μεγέθη, αποτελούν ουσιαστικά έναν παράγοντα αστάθειας μέσα στην Ευρωζώνη. Η αποκατάσταση μίας ισόνομης αναδιανομής των πόρων είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να δρομολογηθεί μία πιο διηνεκής και στέρεα οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη», καταλήγει η Il Foglio.