Skip to main content

Νέες προκλήσεις και κίνδυνοι δέκα χρόνια μετά τη μεγάλη κρίση

Από την έντυπη έκδοση

Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]

Δέκα χρόνια έχουν συμπληρωθεί από τη «μαύρη» ημέρα της 9ης Αυγούστου 2007, που σηματοδοτεί την έναρξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και του ντόμινο αλυσιδωτών γεγονότων, πιστωτικών σοκ και τραπεζικών διασώσεων, οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία στη βαθύτερη ύφεση της τελευταίας 25ετίας.

Μία δεκαετία αργότερα και ακόμη δεν έχει βρεθεί λύση στον «γρίφο» του παγκόσμιου χρέους, που αντί να μειωθεί έχει εκτοξευθεί σε επίπεδα-ρεκόρ.

Στις 9 Αυγούστου 2007 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «πλημμύρισε» τις αγορές χρήματος με έκτακτη ρευστότητα 95 δισ. ευρώ, ώστε να αποφύγει το πάγωμα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, αφότου η κρίση των subprime δανείων που είχε ρίζες στις ΗΠΑ άρχισε να προσλαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις, χτυπώντας την πόρτα της Ευρώπης: Η γαλλική τράπεζα BNP Paribas ανέστειλε την πρόσβαση σε τρία επενδυτικά funds που παρασύρθηκαν από την κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς subprime δανείων και τιτλοποιημένων ομολογιών. Ήταν η πρώτη σαφής ένδειξη έναρξης της παγκόσμιας κρίσης.

Σειρά είχαν οι αλυσιδωτές εξελίξεις που επακολούθησαν τους επόμενους 18 μήνες, με καταρρεύσεις τραπεζών σε Βρετανία, ΗΠΑ, Γερμανία και άλλες χώρες, με κορύφωση την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, σπέρνοντας τον πανικό στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, βυθίζοντας την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση και αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σε πακέτα διάσωσης και τις κεντρικές τράπεζες σε συντονισμένες παρεμβάσεις, μειώσεις επιτοκίων και μη συμβατικά μέτρα διοχέτευσης ρευστότητας.

Ευφορία στις αγορές

Μία δεκαετία αργότερα, η παγκόσμια οικονομία έχει εξέλθει της ύφεσης. Το ΔΝΤ στην τελευταία έκθεσή του προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ στο 3,5% για το 2017 και 3,6% για το 2018. Στα διεθνή χρηματιστήρια επικρατεί κλίμα ευφορίας, χάρη στην άπλετη ρευστότητα των κεντρικών τραπεζών. Ο παγκόσμιος χρηματιστηριακός δείκτης MSCI ενισχύθηκε σε νέο ιστορικό υψηλό αυτόν τον μήνα, με κέρδη 22% σε σύγκριση με τα επίπεδα προ δεκαετίας. Στις αγορές ομολόγων τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών και οι μειώσεις των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά, ακόμη και αρνητικά επίπεδα, έχουν μειώσει δραματικά τις αποδόσεις και το κόστος δανεισμού.

Παρά το γεγονός ότι η πιστωτική φούσκα και ο υπερβολικός δανεισμός ήταν τα βασικά αίτια της κρίσης και οι προσπάθειες απομόχλευσης βασική παράμετρος της επώδυνης ανάκαμψης, τα πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF) δείχνουν ότι το παγκόσμιο χρέος συνέχισε να αυξάνεται στη δεκαετία που μεσολάβησε από την έναρξη της κρίσης. Το παγκόσμιο χρέος έχει εκτοξευθεί στο ποσό-ρεκόρ των 217 τρισ. δολαρίων, γεγονός που οφείλεται κατά κύριο λόγο στον αυξημένο δανεισμό των αναπτυσσόμενων χωρών.

Με βάση τα στοιχεία του IIF, το παγκόσμιο χρέος ανερχόταν στο 327% του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2017, με την αύξηση να οφείλεται κυρίως στον δανεισμό από τις αναδυόμενες οικονομίες, ενώ οι οικονομίες του αναπτυγμένου κόσμου συνέχισαν τη διαδικασία απομόχλευσης, μειώνοντας το σύνολο του χρέους (ιδιωτικού και δημόσιου) περισσότερο από 2 τρισ. δολ. Ανησυχητική είναι και η αύξηση του χρέους της Κίνας, που ανέρχεται πλέον στα 33 τρισ. δολ.

Το πρόβλημα του χρέους εγκυμονεί νέους κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ενδεχομένως να προσλάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, την ώρα που οι κεντρικές τράπεζες στρέφονται προς την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Στις ΗΠΑ, η Φέντεραλ Ριζέρβ τον Δεκέμβριο του 2015 εγκαινίασε νέο κύκλο αύξησης επιτοκίων. Ακολούθησε μία ακόμη αύξηση τον Δεκέμβριο του 2016 και δύο ακόμη εντός του 2017.

Οι διασώσεις

Δέκα χρόνια μετά την κρίση, τις ενέσεις ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών, τα πολυδάπανα σχέδια διάσωσης των κυβερνήσεων και τις προσπάθειες των ίδιων των χρηματοπιστωτικών κολοσσών να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους και να ενισχύσουν την κεφαλαιακή βάση τους, το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πιο σταθερό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι έχει αφήσει πίσω του τις προκλήσεις. Αυτές είναι περισσότερες για τις τράπεζες της Ευρώπης, όπου η χρηματοπιστωτική κρίση εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε κρίση χρέους και βαθύτατη οικονομική κρίση με ύφεση, εκρηκτική ανεργία και επακόλουθη εκτίναξη των «κόκκινων» δανείων σε δυσθεώρητα ύψη.

Την τελευταία δεκαετία ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος έχει αντλήσει κεφάλαια περίπου 410 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του Thomson Reuters. Οι επίμονες ανησυχίες για την υγεία τους και οι συνεχείς αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου μεταφράστηκαν σε μεγάλες απώλειες στη χρηματιστηριακή αξία τους. Ο τραπεζικός δείκτης Eurostoxx Banks, αν και τους τελευταίους δώδεκα μήνες έχει ανακάμψει 50%, εξακολουθεί να βρίσκεται περίπου 53% χαμηλότερα από τα επίπεδα στα οποία είχε ανέλθει το καλοκαίρι του 2007, πριν ξεσπάσει η κρίση. Όσο για την απόδοση ιδίων κεφαλαίων, αυτή κυμαίνεται κατά μέσο όρο κοντά στο 5,7%, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής. Οι αμερικανικές τράπεζες έχουν ανακάμψει πιο δυναμικά, με την απόδοση ιδίων κεφαλαίων να ανέρχεται στο 9%, όπως προκύπτει από στοιχεία της Federal Reserve. O τραπεζικός δείκτης S&P 500 Banks, έχοντας επιδοθεί σε ράλι από την εκλογή Τραμπ τον περασμένο Νοέμβριο, έχει επίσης καλύψει μεγαλύτερο μέρος του χαμένου εδάφους και είναι περίπου 20% χαμηλότερα από το ιστορικό ζενίθ του Φεβρουαρίου 2007.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαμαρτύρονται έντονα για την πολιτική των αρνητικών καταθετικών επιτοκίων και μηδενικών επιτοκίων δανεισμού, στην οποία επιμένει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς όπως επισημαίνουν «κατατρώει» την κερδοφορία τους. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η γερμανική Commerzbank υπολογίζει πως θα είχε ετήσιο κέρδος 275 εκατ. ευρώ από τους τόκους, εάν η ΕΚΤ αποφάσιζε να οδηγήσει το καταθετικό επιτόκιο από το -0,4% στο μηδέν.  

Πέραν των τραπεζών της Ευρωζώνης, προκλήσεις αντιμετωπίζουν και εκείνες της Βρετανίας, οι οποίες μεταξύ άλλων έχουν να χειριστούν και τον αντίκτυπο του Brexit. Ο Σαμ Γουντς, αναπληρωτής διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, προειδοποίησε χθες ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Εξέφρασε μάλιστα φόβους ότι οι πιέσεις σε τράπεζες και ασφαλιστικές θα είναι ισχυρές εάν δεν διασφαλιστεί μία «μεταβατική περίοδος» μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ένωση για τον χρηματοοικονομικό κλάδο.

Η στάση της ΕΚΤ

Στην Ευρωζώνη, μία δεκαετία πριν, η ΕΚΤ έκανε το πρώτο δειλό βήμα αντιμετώπισης της κρίσης, με έκτακτο δάνειο 95 δισ. ευρώ προς τις τράπεζες. Ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, δεν είχε δώσει προσοχή στα ανησυχητικά σημάδια, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση επιτοκίων λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση της Lehman, αλλά και την ανικανότητα να θέσει υπό έλεγχο τα πρώτα ξεσπάσματα της ευρω-κρίσης το 2010 και 2011, μέχρι τη δραματική παρέμβαση του Μάριο Ντράγκι το καλοκαίρι του 2012. Αργά και τα αντανακλαστικά του τότε προέδρου της Τράπεζας της Αγγλίας, σερ Μέρβιν Κιγκ, που μία ημέρα πριν υποστήριζε ότι «αυτά που έχουμε δει έως τώρα δεν συνιστούν απειλή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα… δεν πρόκειται για διεθνή κρίση». Δέκα χρόνια μετά, η ΕΚΤ υπό την προεδρία Ντράγκι είναι τελείως διαφορετική κεντρική τράπεζα, τολμώντας μέτρα όπως το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης των 2,3 τρισ. ευρώ. Ο ρόλος του διοικητικού συμβουλίου έχει διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας και την εποπτεία των ευρωπαϊκών τραπεζών. Και τώρα προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση της σταδιακής απόσυρσης του QE και τη σταδιακή ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης στέκεται πλέον στα πόδια της.