Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Στις αρχές Νοεμβρίου, με βάση τα μεγέθη του τρίτου τριμήνου, θα γίνει η πρώτη αξιολόγηση της επίδοσης των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το μεγαλύτερο βάρος πάντως όσον αφορά τη μείωση των NPEs, που θα φθάσει τα 41 δισ. ευρώ, «πέφτει» στη διετία 2018 – 2019.
Η παράμετρος «ανάκαμψη» είναι η πιο κρίσιμη για την επιτυχία του σχεδιασμού που προβλέπει τη μείωση κατά 40% των κόκκινων ανοιγμάτων μέσα σε διάστημα τριάμισι ετών.
Το μίγμα στρατηγικής περιλαμβάνει τον συνδυασμό επαναφοράς σε εξυπηρέτηση και αναδιαρθρώσεων, και πιο ριζικές λύσεις μόνο για το 12% του όγκου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που σήμερα φθάνει τα 108,6 δισ. ευρώ.
Καθώς ο στόχος είναι δεδομένος και έχει δοθεί στις τράπεζες, οι οποίες καλούνται να δηλώσουν πώς θα τον επιτύχουν, εάν η βασική παράμετρος δεν εξελιχθεί κατά τα αναμενόμενα, θα μεταβληθεί και η αναλογία του μίγματος, εκτιμούν τραπεζικά στελέχη, και μάλιστα επί το επιθετικότερον.
Οι αλλαγές σε διοικητικά συμβούλια και βασικές επιτροπές των τραπεζών με την αξιοποίηση λόγω νόμου στελεχών από το εξωτερικό οδηγεί σε ένα μάνατζμεντ πιο αποστασιοποιημένο από τα εγχώρια δεδομένα, με την πλευρά των θεσμών και της Τράπεζας της Ελλάδος να χαρακτηρίζει την εξέλιξη αυτή «σπάσιμο του ομφάλιου λώρου μεταξύ τραπεζών και επιχειρήσεων» και την πλευρά των τραπεζιτών να κάνει λόγο για ανάδειξη διοικήσεων με άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας.
Ειδικά στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων, αυτές οι εξελίξεις θεωρούνται καίριες για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η διαχείριση του προβλήματος.
Οι τράπεζες έχουν υποβάλει τους αναλυτικούς στόχους ανά κατηγορία NPEs για τα δύο τελευταία τρίμηνα του 2016 και σε ετήσια βάση για τα έτη 2017 – 2019, όπως επίσης και τη στρατηγική και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν.
Τον Σεπτέμβριο θα γίνουν επιμέρους προσαρμογές και θα οριστικοποιηθεί ο σχεδιασμός, ο οποίος στηρίζεται στην επάνοδο της οικονομίας σε ανάπτυξη, ώστε οι επιχειρήσεις σε μεγάλο μέρος τους να επιστρέψουν στην κερδοφορία και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι αναδιαρθρώσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, μόλις στο 5% των NPEs, περί τα 5,43 δισ. ευρώ θα επιλεγεί η λύση της πώλησης και στο 7%, δηλαδή 7,6 δισ. ευρώ δανείων θα προχωρήσει η λύση της ρευστοποίησης εξασφαλίσεων.
Τραπεζικά στελέχη πάντως δεν βλέπουν με την ανάλογη αισιοδοξία την προοπτική της ανάκαμψης και μάλιστα ανησυχούν ότι μετά το καλοκαίρι θα υπάρξουν σοβαρά προβλήματα σε επιχειρήσεις διάφορων κλάδων, θέτοντας σε κίνδυνο την τάση επιβράδυνσης των νέων επισφαλειών, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση, κινείται και η ανησυχία ότι η υπερφορολόγηση θα λειτουργήσει επίσης αρνητικά στη δυνατότητα των δανειοληπτών να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Οι νέες καθυστερήσεις το 2015 υπερέβησαν τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ και στο πρώτο τρίμηνο διαμορφώθηκαν στα 600 εκατ. ευρώ.
Τα «κόκκινα» δάνεια είναι το κεντρικό πρόβλημα των τραπεζών της Ευρωζώνης, και όπως εκτιμούν οι αναλυτές, η διαδικασία διευθέτησής τους θα χρειαστεί μια γενιά: πάνω από 20 χρόνια για την Ιταλία, 10 με 15 χρόνια για την Ιρλανδία και 5 με 10 χρόνια για το Βέλγιο, ενώ η Bank of America/Merill Lynch θεωρεί ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν περίπου 15 χρόνια για να διευθετήσουν τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων με «τη φυσική πορεία των πραγμάτων».
Έλληνες τραπεζίτες επισημαίνουν ότι εντέλει η διατήρηση των NPLs εντός των ισολογισμών μπορεί να μην είναι η πιο αποτελεσματική λύση αλλά αφού δεν έλαβε χώρα στην αρχή της κρίσης και προ ανακεφαλαιοποιήσεων η ίδρυση μιας bad bank, πλέον είναι δυσχερής.
Και σε ευρωπαικό επίπεδο, γίνεται μια συζήτηση για τη δημιουργία μιας εταιρείας asset management από όλες τις κυβερνήσεις που θα αγοράσει τα NPLs με το βάρος να μεταφέρεται σε μετόχους και ομολογιούχους, αλλά όχι καταθέτες, εγχείρημα όμως που εμπεριέχει δεκάδες δυσκολίες.
Στα 108,6 δισ.
Στο πρώτο τρίμηνο, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφθασαν στο πρώτο τρίμηνο τα 108,6 δισ. ευρώ, το 45% του συνόλου, με το κομμάτι των δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις να φθάνει το 67%, τα στεγαστικά δάνεια το 42% και τα καταναλωτικά το 55%.