Από την έντυπη έκδοση
Της Νένας Μαλλιάρα
[email protected]
Και η Εθνική Τράπεζα μπαίνει στον χορό των πωλήσεων «κόκκινων» δανείων, οι οποίες πρόκειται να διευρυνθούν αυτή και την επόμενη χρονιά, προκειμένου να μειωθεί δραστικά -μαζί με τους πλειστηριασμούς και τις επιθετικές ρυθμίσεις οφειλών- ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σύμφωνα με πηγές από την Εθνική Τράπεζα, προς πώληση βγαίνει «πακέτο» μη εξυπηρετούμενων δανείων, ονομαστικής αξίας 2 δισ. ευρώ. Το project, που φέρει την επωνυμία «Earth», περιλαμβάνει μη εξυπηρετούμενα δάνεια περίπου 200.000 δανειοληπτών που αφορούν οφειλές από καταναλωτικά δάνεια ύψους περίπου 1,1 δισ., από κάρτες περίπου 0,5 δισ. ευρώ και από δάνεια σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, κατά βάση ελεύθερους επαγγελματίες, ύψους περίπου 0,4 δισ. ευρώ. Πρόκειται για δάνεια μέσου ύψους οφειλής 10.000 ευρώ, σε μακροχρόνια καθυστέρηση (μέσος όρος τα 7 χρόνια) και σχεδόν εξ ολοκλήρου καλυπτόμενα από προβλέψεις.
Σύμβουλος πώλησης του χαρτοφυλακίου NPLs είναι η Morgan Stanley, η οποία απέστειλε πρόσκληση σε ενδιαφερόμενους επενδυτές να συνάψουν συμβάσεις εμπιστευτικότητας για να ξεκινήσει η διαδικασία του due diligence. Οι μη δεσμευτικές προσφορές εκτιμάται ότι θα υποβληθούν Μάρτιο – Απρίλιο.
Εν τω μεταξύ, στις 2 Φεβρουαρίου (αν και πληροφορίες κάνουν λόγο για μικρή παράταση) αναμένεται να κλείσει το data room για τα «κόκκινα» δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ύψους 1,5 δισ. ευρώ, που θέτει προς πώληση η Τράπεζα Πειραιώς με το project Amoeba. Σύμφωνα με πληροφορίες, 35 funds μελετούν το προς πώληση χαρτοφυλάκιο, το οποίο είναι το πρώτο που αφορά δάνεια που έχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις.
Η προοπτική της ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης και η επικείμενη νέα έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, που διαμορφώνουν ένα θετικό περιβάλλον, αλλά και το γεγονός ότι αυξάνονται οι πιέσεις προς τις τράπεζες για τη δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εντείνουν την προσέλευση των funds και προδιαγράφουν ευρύτερο κύμα επενδυτικού ενδιαφέροντος για τα ελληνικά NPLs.
Το σήμα αυτό δόθηκε στους Έλληνες τραπεζίτες κατά την πρόσφατη επίσκεψή τους στη Φρανκφούρτη, όπου στο περιθώριο των επαφών με SSM και ΕΚΤ (Ντανιέλ Νουί, Μπενουά Κερέ), αλλά και με τον πρόεδρο της Bundesbank (Γενς Βάιντμαν) πραγματοποιήθηκαν επαφές και με ξένα funds.
Έμφαση στις πωλήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων έδωσε και η επικεφαλής του SSM, Ντανιέλ Νουί, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, ζήτησε πωλήσεις «κόκκινων» δανείων έστω και με «παράπλευρες απώλειες». Ειδικότερα, η κα Νουί ζήτησε να προχωρήσουν οι πωλήσεις NPLs χωρίς χρονοτριβή, έστω και αν γίνουν σε χαμηλές τιμές, δημιουργώντας κεφαλαιακή ζημία στις τράπεζες. Μάλιστα, η επικεφαλής του SSM τόνισε ότι η συγκυρία για πωλήσεις «κόκκινων» δανείων είναι ευνοϊκή και υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον. Παρέπεμψε δε τους Έλληνες τραπεζίτες στο παράδειγμα της Ιταλίας και στις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων από τράπεζες όπως η Intesa. Η τελευταία προχώρησε σε πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 10 δισ. ευρώ και προγραμματίζει επιπλέον πωλήσεις 6 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2019, τη στιγμή που ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της ως προς το σύνολο των δανείων της ανέρχεται σε μόλις 10,5% (τον Σεπτέμβριο του 2017, πριν από την πώληση των δανείων 10 δισ. ευρώ, ο δείκτης NPEs ανερχόταν σε 12,8%).
Σημειώνεται ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για τις ελληνικές τράπεζες υποχώρησε τον Σεπτέμβριο 2017 στο 44,6% (αντιστοιχεί σε μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα 100,4 δισ. ευρώ) και ο στόχος είναι να πέσει στο 35,2% στο τέλος του 2019. Αυτά, τη στιγμή που ο μέσος ευρωπαϊκός όρος για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα του τραπεζικού συστήματος κινείται στο 4,6% και η Ελλάδα ακολουθεί με μεγάλη υστέρηση τις επιδόσεις των άλλων χωρών στη μείωση των NPEs.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Κομισιόν, μεταξύ β’ εξαμήνου 2016 και β’ εξαμήνου 2017 οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν μόλις κατά 0,6% τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων (από το 47,2% στο 46,9%), όταν στην Κύπρο επήλθε μείωση 11% (από το 37,6% στο 33,4%), στη Σλοβενία 30,4% (από το 16,3% στο 11,4%), στην Ιταλία 24,6% (από το 16,2% στο 12,2%), στην Ιρλανδία 20,6% (από το 14,6% στο 11,6%) και στην Πορτογαλία 12% (από 17,6% σε 15,5%).