Πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας σε αντικατάσταση του «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον» δρομολογεί το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Το νέο πρόγραμμα που σχεδιάζεται θα ενισχύει παρεμβάσεις στο κέλυφος των κτηρίων (θερμομόνωση, συστήματα σκίασης, κουφώματα, υαλοπίνακες) καθώς και σε ηλεκτρομηχανολογικά στοιχεία (κεντρικό σύστημα θέρμανσης, ατομικά συστήματα θέρμανσης, αντλίες θερμότητας, συστήματα αυτοματισμών, φωτοβολταϊκά συστήματα (για αυτοκατανάλωση) και ηλιοθερμικά συστήματα).
Τα κριτήρια για τους δικαιούχους θα είναι το ατομικό και οικογενειακό εισόδημα με κλιμακούμενο ποσοστό επιχορήγησης (καταργείται το κριτήριο της τιμής ζώνης) και αύξηση επιχορήγησης ανά προστατευόμενο μέλος, ενώ ο ανώτατος επιλέξιμος προϋπολογισμός αυξάνεται στα 25.000 ευρώ από 15.000 ευρώ.
Όπως ανέφερε από το βήμα του συνεδρίου με θέμα «Ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα και την Γερμανία – Προοπτικές για το 2020 κι έπειτα», ο διευθυντής του γραφείου του υπουργού Περιβάλλοντος, Δημοσθένης Παπασταματόπουλος το φαινόμενο της «ενεργειακής φτώχειας» κατά τα προηγούμενα χρόνια είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Η διόγκωση του φαινομένου, όπως τόνισε, οφείλεται στις δώδεκα διαδοχικές αυξήσεις των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος την περίοδο 2010-2014 (με συνολική μεσοσταθμική αύξηση 50% την τετραετία αυτή, και συνολική αύξηση 85% για την περίοδο 2001-2012), σε συνδυασμό με την «αποτυχημένη και φορολογικής στόχευσης, πολιτική εξίσωσης πετρελαίου θέρμανσης-κίνησης».
Ο κ. Παπασταμόπουλος επεσήμανε την αντίφαση, να μειώνεται η κατανάλωση ακριβής ενέργειας στο υφεσιακό πλαίσιο της οικονομίας, ενώ διαπιστώνεται υπερ-επάρκεια παραγωγικού δυναμικού στον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας.
Ασκώντας κριτική στο προηγούμενο πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον» ο κ. Παπασταματόπουλος τόνισε ότι, ενώ είναι αυτονόητη η προτεραιότητα των επεμβάσεων στο κέλυφος των κτιρίων, υλοποιήθηκε η εμπορευματοποιημένη εκδοχή του προσανατολισμού σε εφαρμογή τελικών προϊόντων μηχανολογικού εξοπλισμού σε κτίρια με σημαντικές θερμικές απώλειες.
Επίσης σημείωσε πως η συμμετοχή στο πρόγραμμα, με τους χρηματοδοτικούς όρους που ίσχυσαν, οδήγησε στην αναγκαστική τραπεζική δανειοδότηση, ενώ το ύψος της συνολικής χρηματοδότησης περιόρισε σημαντικά το εύρος των σχετικών παρεμβάσεων.