Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Συμφωνούν κυβέρνηση, θεσμοί και τράπεζες στη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου για την προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται διαφωνίες ως προς τη μορφή που θα λάβει ο μηχανισμός. Οι θεσμοί -και κυρίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- συμφωνούν απολύτως σε ένα πλαίσιο προστασίας για τους πιο αδύναμους που έχουν δημιουργήσει υποχρεώσεις ιδιωτικού χρέους στις τράπεζες.
Σε κάθε περίπτωση, τα κριτήρια για την προστασία του δανειολήπτη δεν θα είναι μόνο το ύψος του δανείου αλλά θα οριστεί ένα πολυπαραμετρικό σύστημα, το οποίο θα συνυπολογίζει και άλλα στοιχεία, αναλύοντας πλήρως το προφίλ του δανειολήπτη. Το σύστημα αυτό θα αξιολογεί τόσο τον δανειολήπτη -αν χρήζει προστασίας- όσο και το είδος της προστασίας η οποία θα του παρασχεθεί, που θα αφορά από ρύθμιση έως κούρεμα και πιθανή επιδότηση. Πέρα από την κατ’ αρχήν αυτή συμφωνία υπάρχουν 4 εστίες συζήτησης αλλά και τριβών πριν διαμορφωθεί το τελικό πλαίσιο του σχεδίου νόμου, το οποίο θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ως το τέλος του Φεβρουαρίου. Άλλωστε, οι θεσμοί ξεκαθάρισαν στην κυβέρνηση πως δεν επιθυμούν περαιτέρω παράταση του νόμου Κατσέλη. Συγκεκριμένα:
* Για την προστασία της πρώτης κατοικίας υπάρχει διαφωνία στην αξία της κατοικίας. Θεσμοί και τράπεζες δεν θέλουν η αξία αυτή να ξεπερνά τις 100.000 ευρώ, ενώ η κυβέρνηση διπλασιάζει την απαίτηση, στις 200.000 ευρώ. Είναι πολύ πιθανόν οι διαπραγματεύσεις να καταλήξουν κάπως πάνω από τις 100.000, αλλά σίγουρα αρκετά κάτω από τις 200.000, λένε πηγές με γνώση του θέματος.
* Τράπεζες και θεσμοί ζητούν για πολλούς λόγους στη συγκεκριμένη πλατφόρμα να εισέρχονται αυστηρά τα στεγαστικά δάνεια με ενέχυρο την κύρια κατοικία του δανειολήπτη, ενώ η κυβέρνηση, θεωρώντας πως το ιδιωτικό χρέος δεν μπορεί παρά να είναι ενιαίο, ζητά να εισέρχονται στην πλατφόρμα αυτήν και καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια τα οποία έχουν δοθεί με ενέχυρο την πρώτη κατοικία ή με προσωπικές εγγυήσεις, οι οποίες τελικώς στην έκπτωσή τους μπορεί να οδηγήσουν σε πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας. Η αντίθεση τραπεζών και θεσμών έγκειται στο ότι δεν επιθυμούν την εμπλοκή και άλλου είδους δανείων σε ό,τι αφορά την προστασία πρώτης κατοικίας, καθώς κάτι τέτοιο θα αφαιρέσει ευχέρειες από τις τράπεζες σχετικά με τη διαχείριση.
* Για το είδος της ρύθμισης, θεσμοί και τράπεζες επιθυμούν εξατομικευμένες προσεγγίσεις, ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις που η ρύθμιση καταλήγει και σε «κούρεμα» του δανείου. Αντιθέτως, η κυβέρνηση επιθυμεί στις περιπτώσεις «κουρέματος» αυτό να γίνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις περιπτώσεις και με κριτήριο το ύψος του δανείου και την εμπορική αξία του ακινήτου που κατά κανόνα είναι πλέον μικρότερη. Η κυβέρνηση προτείνει κούρεμα της διαφοράς (δανείου και εμπορικής αξίας), πολλές μικρές δόσεις και όπου καταστεί αναγκαίο επιδότηση των δόσεων αυτών. Στο θέμα της επιδότησης των δανείων οι τράπεζες συμφωνούν απολύτως, ενώ οι θεσμοί παρουσιάζουν κάποιες ενστάσεις για το εύρος του μέτρου.
* Τέλος, η κυβέρνηση επιθυμεί τη δυνατότητα ένταξης στον νέο νόμο και όσων περιπτώσεων απορρίφθηκαν από τα παλιά πλαίσια προστασίας. Στο σημείο αυτό, τράπεζες και θεσμοί εκφράζουν τη διαφωνία τους, θεωρώντας πως οι δικαστικές αποφάσεις που στέρησαν από δανειολήπτες την προστασία της πρώτης κατοικίας στις περισσότερες περιπτώσεις καταλόγισαν σε αυτούς δόλο.