Skip to main content

Για ποιους μειώνεται περαιτέρω η προκαταβολή φόρου

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected] 

«Παράθυρο» για περαιτέρω μείωση του συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής φόρου ακόμη και κάτω από το 50% για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και για τα νομικά πρόσωπα ανοίγει -και μάλιστα από φέτος- για χιλιάδες επαγγελματίες. Ενώ δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ο νόμος που ρίχνει τον συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής φόρου στο 55% για τους επαγγελματίες και στο 70% για τις επιχειρήσεις, φέτος, λόγω πανδημίας, θα είναι δεκάδες χιλιάδες οι περιπτώσεις των επαγγελματιών που θα μπορούν να ενεργοποιήσουν με αίτησή τους και το περίφημο «άρθρο 70» του κώδικα φορολογίας εισοδήματος. Τι ορίζει αυτό; Ότι σε περίπτωση μείωσης του εισοδήματος σε ποσοστό άνω του 25% ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει με αίτησή του την περαιτέρω μείωση της επιβάρυνσης από την προκαταβολή φόρου ανάλογα με το ποσοστό μείωσης των κερδών του.

«Βουτιά» φορολογικών εσόδων

Είναι προφανές ότι λόγω πανδημίας είναι εκατοντάδες χιλιάδες οι επαγγελματίες που θα πληρούν το συγκεκριμένο κριτήριο. Έτσι πολλαπλασιάζονται οι λόγοι για τους οποίους φέτος το υπουργείο Οικονομικών θα εισπράξει σαφώς λιγότερους φόρους από τις επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους σε σχέση με πέρυσι.

Ο πρώτος και κυρίαρχος είναι η πανδημία. Αναμένεται αρνητικό ρεκόρ στον αριθμό των κερδοφόρων επιχειρήσεων, οι οποίες στην Ελλάδα αποτελούν ούτως ή άλλως μειοψηφία. Προ πανδημίας μόνο οι 3 στους 10 δήλωναν κέρδη και τώρα το ποσοστό αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο.

Ο δεύτερος λόγος είναι η απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει τους συντελεστές προκαταβολής φόρου. Η μείωση στο 55% για τα φυσικά πρόσωπα και στο 70% για τις επιχειρήσεις είναι νομοθετημένη για όλους.

Με το παράθυρο του άρθρου 70 αναμένεται να μειωθούν οι συντελεστές ακόμη περισσότερο. Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων αναμένεται να «βουτήξουν» φέτος στο 1,85 δισ. ευρώ, που συνιστά και αρνητικό ρεκόρ πολλών ετών. Για φέτος είχε προϋπολογιστεί ότι τα έσοδα θα μπορούσαν να ανέλθουν στα 2,75 δισ. ευρώ, ωστόσο μόνο η μείωση της προκαταβολής φόρου θα αφαιρέσει πάνω από 900 εκατ. ευρώ.

Φυσικά, τα νούμερα μένει να επιβεβαιωθούν στην πράξη, καθώς προς το παρόν μόνο ενδείξεις υπάρχουν για την πορεία των επιχειρήσεων μέσα στο 2020 σε επίπεδο αποτελέσματος. Το 2020 έχει χαρακτηριστεί από την κατακόρυφη μείωση των εσόδων – συνολικά χάθηκαν περί τα 37-38 δισ. ευρώ και μένει να φανεί ποια είναι η επίδραση στην κερδοφορία. Το αντίστοιχο ισχύει και για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και μάλιστα για έναν επιπρόσθετο λόγο.

Ενεργοποίηση νέας κλίμακας

Στα φορολογικά έσοδα θα αποτυπωθεί η ενεργοποίηση της νέας φορολογικής κλίμακας με τον χαμηλό εισαγωγικό συντελεστή του 9% -η οποία αρχικά είχε προϋπολογιστεί να αποτυπωθεί επί περισσότερων κερδών-, η μείωση της κερδοφορίας λόγω πανδημίας ενδεχομένως και κάτω από τα 3 δισ. ευρώ επίσης για πρώτη φορά, αλλά και η μείωση του συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής φόρου στο 55% για όλους ή κάτω από το 55% (έως και το 30% ή και το 27,5%) για όσους κάνουν χρήση της μείωσης του άρθρου 70.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και αυτό το 1,8 δισ. ευρώ που προϋπολογίζει να εισπράξει το υπουργείο Οικονομικών από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, δεν θα μπει όλο ως «ζεστό χρήμα» στα κρατικά ταμεία. Διότι το 1,8 δισ. ευρώ είναι το ποσό του φόρου που θα βεβαιωθεί.

Από αυτό θα αφαιρεθεί το ποσό του φόρου που θα δικαιούται να μην καταβάλει ο κάθε επαγγελματίας ή η κάθε επιχείρηση επειδή θα επιδοτηθεί είτε από το πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών, είτε από το πρόγραμμα που επιτρέπει σε όσους έλαβαν μέρος στις τρεις πρώτες φάσεις της επιστρεπτέας προκαταβολής να αντλήσουν πρόσθετη ρευστότητα από το Δημόσιο για να πληρώσουν φόρους (σ.σ.: ρευστότητα ίση με το 35% της χρηματοδότησης από τα ποσά ενίσχυσης των τριών πρώτων φάσεων της επιστρεπτέας προκαταβολής).

Η αναμόρφωση του άρθρου 69

Το άρθρο 69 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος αναμορφώθηκε ήδη μετά την ψήφιση του νόμου 4799/2021 που δημοσιεύτηκε μόλις προχθές στο ΦΕΚ. Αναφέρει πλέον ότι: «Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει ο φορολογούμενος και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας βεβαιώνεται ποσό ίσο με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα για τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου φορολογικού έτους. Αν στη δήλωση περιλαμβάνονται και εισοδήματα για τα οποία ο φόρος παρακρατείται ή καταβάλλεται κατά τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων, ο φόρος που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήματα αυτά εκπίπτει από τον φόρο που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο. Αν το εισόδημα με βάση το οποίο ενεργείται η βεβαίωση του φόρου προσδιορίζεται κατά τρόπο τεκμαρτό, ο φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό αυτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το άρθρο αυτό. Όταν αποκτάται για πρώτη φορά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, το προς βεβαίωση ποσό της παραγράφου αυτής περιορίζεται στο μισό». Έτσι, για όσους δηλώσουν για πρώτη φορά κέρδος, ο συντελεστής θα διαμορφωθεί στο 27,5%.

Τι ορίζει το άρθρο 70

Σε περίπτωση που τυχόν μειωθεί το εισόδημα άνω του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει με αίτησή του τη μείωση του φόρου που βεβαιώθηκε κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου (δηλαδή του άρθρου 69). Η αίτηση υποβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα Σεπτεμβρίου του φορολογικού έτους στο οποίο έγινε η βεβαίωση και αφορά τα ποσά του φόρου για τις δόσεις που δεν έγιναν ληξιπρόθεσμες κατά τον χρόνο της υποβολής της αίτησης. Κατά την εκτίμηση της μείωσης του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη:

α) Το ποσό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης στο τρέχον φορολογικό έτος, συγκρινόμενο με τα ακαθάριστα έσοδα της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου φορολογικού έτους.

β) Το ποσοστό των δαπανών και εξόδων διαχείρισης επί των ακαθάριστων εσόδων του τρέχοντος φορολογικού έτους σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό του προηγούμενου φορολογικού έτους.

γ) Οι ουσιώδεις μεταβολές που τυχόν επήλθαν στους παράγοντες διαμόρφωσης του μικτού κέρδους της επιχείρησης κατά το τρέχον φορολογικό έτος σε σχέση με το προηγούμενο.

δ) Κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο πιθανολογείται μείωση του κέρδους του τρέχοντος φορολογικού έτους.