Skip to main content

Δυνατή μια συμφωνία, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση, λένε τρεις προσωπικότητες από τη Γερμανία

Την άποψη ότι μια συμφωνία με την Ελλάδα μπορεί να επιτευχθεί στο άμεσο μέλλον εάν υπάρχει η πολιτική βούληση εκφράζουν σε άρθρο στον ιστότοπο Social Europe τρεις γνωστές προσωπικότητες στη Γερμανία: ο Ράινερ Χόφμαν, πρόεδρος της συνομοσπονδίας γερμανικών συνδικάτων (DGB), ο Γκούσταβ Χορν, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής Πολιτικής (IMK) του Hans Böckler Stiftung και η Γκεζίνε Σβαν, πολιτική επιστήμονας και δύο φορές υποψήφια των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) για την Προεδρία της Δημοκρατίας στη Γερμανία.

Ζητούμενο, αναφέρουν οι Χόφμαν, Χορν και Σβαν, είναι να διατηρήσουν όλοι την ψυχραιμία τους: «Οι διαφορές μπορούν να γεφυρωθούν, αν υπάρχει η πολιτική βούληση για να γίνει αυτό» τονίζουν.

«Ο χρόνος λιγοστεύει και ο διάλογος είναι βεβιασμένος. Θα υπάρχει Grexit ή όχι: αυτό είναι το ζήτημα που τα επικαλύπτει όλα και κυριαρχεί στην Αθήνα, στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Ήδη η αβεβαιότητα για το μέλλον της Ευρωζώνης -με δεδομένη τη σημασία της επικείμενης απόφασης- έχει προκαλέσει οικονομική και πολιτική ζημιά η έκταση της οποίας είναι απτή. Επομένως η πρόθεση για επενδύσεις, ακόμη και πέρα από την άθλια κατάσταση στην Ελλάδα, μειώνεται σε όλη την Ευρωζώνη, κάτι που δείχνει τον βαθμό του σκεπτικισμού που υπάρχει σχετικά με το μέλλον του ευρώ. Πολιτικά επίσης, η Ευρωζώνη, με το τοπίο των πολιτικών κομμάτων να επιδεινώνεται και με τους ακραίους αντιπάλους τους να καταγράφουν άνοδο, μοιάζει κάθε άλλο παρά σταθερή στους εξωτερικούς παρατηρητές» σημειώνουν οι Χόφμαν, Χορν και Σβαν.

Όλοι τάσσονται μεν υπέρ μιας συμφωνίας «που θα επιτευχθεί σύντομα και θα έχει αποτέλεσμα πιο μακροπρόθεσμα», ωστόσο, σημειώνουν ότι προκαλεί απογοήτευση η αδιαλλαξία των δύο πλευρών και το «πόσο διανοητικά εξαντλημένοι μοιάζουν να είναι οι κύριοι διαπραγματευτές».

Όπως λένε, «ο φόβος είναι τώρα ότι οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να καταρρεύσουν εξαιτίας αυτής της εξάντλησης και η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη την οποία δεν θέλει κανείς, ένα ‘Graccident’, θα μπορούσε πράγματι να συμβεί. Ακούμε το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν συμπεριφέρεται με πνεύμα συνεργασίας και απορρίπτει όλες τις λογικές προτάσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Επομένως πρέπει να εξεταστούν ψύχραιμα ακριβώς οι προτάσεις που κάνει η ελληνική κυβέρνηση και να ελεγχθεί η βιωσιμότητά τους» προσθέτουν.

Οι διαφορές των προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης με αυτές των εταίρων της, εκτιμούν οι Χόφμαν, Χορν και Σβαν, δεν είναι άξιες λόγου: η Ελλάδα ζητεί να οριστεί χαμηλότερος στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα το (0,6% του ΑΕΠ το 2015 που θα αυξηθεί στο 3,5 του ΑΕΠ το 2022). Η αντιπροσφορά είναι το πρωτογενές πλεόνασμα το 2015 να είναι 1%. Όλο κι όλο το ελληνικό αίτημα σημαίνει πως «η Ελλάδα θα περικόψει τις δαπάνες λίγο λιγότερο. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και πλεονέκτημα: αν για παράδειγμα αυτό σημαίνει ότι δεν θα μειωθούν οι δαπάνες για επενδύσεις, η οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε τελικά να είναι 0,5% υψηλότερη από την πρόβλεψη των θεσμών και αυτό θα μείωνε το χρέος. Γιατί λοιπόν να μη γίνει δεκτή η ελληνική πρόταση αλλά ταυτόχρονα να υποχρεωθεί η ελληνική κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει το μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών για να αυξήσει τις επενδύσεις» διερωτώνται.

Παρόμοια είναι η κατάσταση όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του ΦΠΑ. Και οι δύο πλευρές, λένε οι Χόφμαν, Χορν και Σβαν, συμφωνούν ότι χρειάζονται μεταρρυθμίσεις. Συμφωνούν ακόμη και στην κατεύθυνση, ότι δηλαδή ο ΦΠΑ πρέπει να αυξηθεί. Η διένεξη αφορά τις συνέπειες που θα έχει η αύξηση στην κοινωνία. Η Αθήνα θέλει να οριστεί ο ΦΠΑ σε ένα πολύ χαμηλό 6% για ορισμένα αγαθά πρώτης ανάγκης και στο 23% για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων. Και αυτές οι διαφορές «μπορούν να γεφυρωθούν εάν υπάρχει η βούληση», ενώ η ελληνική θέση είναι βάσιμη, καθώς μέχρι σήμερα είναι «τα χαμηλότερα εισοδήματα που έχουν πληγεί περισσότερο, και η όποια αύξηση φόρων θα έφερνε απλώς περισσότερη φτώχεια και χαμηλότερη ζήτηση».

Ωστόσο υπάρχει μια σύγκρουση για την οποία μοιάζει πιο δύσκολο να βρεθεί λύση, και αυτή «είναι η διαχείριση του χρέους».

Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί τη μεταφορά του χρέους της από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ στον ΕΜΣ μια προϋπόθεση για να γίνει βιώσιμο, με την παράλληλη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του ώστε να υπάρξει μια «πιο μακρά περίοδος οικονομικής σταθερότητας». Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην μετατροπή του προβλήματος του χρέους σε ευρωπαϊκό ζήτημα, προσθέτουν.

Το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμβάλει σε κάτι τέτοιο για να απαλλαγεί από το ελληνικό χρέος για καταστατικούς λόγους αλλά και για να αντικρούσει τις κατηγορίες ότι επικεντρώνεται υπερβολικά στην Ευρώπη. Επιπλέον, η λύση αυτή θα έδινε περαιτέρω περιθώρια στην Ελλάδα για να ανακάμψει.

Επιπλέον, εάν το χρονοδιάγραμμα της αποπληρωμής του χρέους «συνδεόταν με τον ρυθμό ανάπτυξης, θα δημιουργείτο ένας μακροπρόθεσμος, βιώσιμος δρόμος» εκτιμούν οι Χόφμαν, Χορν και Σβαν. Η Ελλάδα θα κάνει μεγάλες αποπληρωμές όταν αναπτύσσεται με ταχύ ρυθμό, χαμηλότερες όταν δεν θα συμβαίνει αυτό.

«Αυτός είναι ο τρόπος που οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τους δανειολήπτες τους, διότι γνωρίζουν πως έτσι θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω» τονίζουν και προσθέτουν πως αυτή η λύση θα έχει επίσης κι άλλες θετικές επιπτώσεις: η ΕΚΤ θα μπορούσε να δει τη συνολική εικόνα και να αποφασίσει εάν «θα αγοράσει ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει», από το οποίο μέχρι σήμερα οι ελληνικοί τίτλοι έχουν εξαιρεθεί.

Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτό θα μπορούσε να πείσει τους ιδιώτες πιστωτές να αρχίσουν να αγοράζουν ξανά ελληνικούς κρατικούς τίτλους. Η Ελλάδα θα επέστρεφε στις αγορές για την αναχρηματοδότησή της και δεν θα ήταν σε τέτοιο βαθμό εξαρτημένη από τον δανεισμό της από άλλα κράτη. Αυτό «θα ήταν προς το συμφέρον και των Γερμανών φορολογούμενων» καταλήγουν οι Χόφμαν, Χορν και Σβαν.

Πηγή: ΑΜΠΕ