Skip to main content

Κομισιόν: Γιατί αυτές οι παροχές δεν θα αποδώσουν στην ανάπτυξη

Το τσουχτερό κόστος των προεκλογικών εξαγγελιών για τη λεγόμενη 13η σύνταξη, τις μειώσεις στο ΦΠΑ και την ρύθμιση των οφειλών δεν είναι η μόνη πηγή ανησυχίας για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ουσιαστικά οι εταίροι αμφισβητούν ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη ή να προστατεύσουν τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και έρχονται να εντείνουν τις ανησυχίες για νέες χαμηλές πτήσεις της ελληνικής οικονομίας, ύστερα από εκείνες του πρώτου τριμήνου. 

Τι μπορούν λοιπόν να προσφέρουν στην οικονομία τα λεγόμενα θετικά μέτρα; Όχι πολλά λένε οι Βρυξέλλες.  «Συνολικά τα μέτρα στοχεύουν στην κατανάλωση και θα απορροφήσουν σημαντικό δημοσιονομικό χώρο που θα μπορούσε να κατευθυνθεί σε αναπτυξιακές πολιτικές όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών και των εισφορών» εξηγούν στην έκθεσή τους, εκφράζοντας ρητή ανησυχία για την ποιότητα του πακέτου που ανακοινώθηκε.

Κάνουν επίσης ξεκάθαρα λόγο για αναντιστοιχία μεταξύ της πολιτικής, που επιλέγει να ακολουθήσει η κυβέρνηση στο δημοσιονομικό πεδίο και των διακηρυγμένου στόχων της «να ακολουθηθεί μία πιο φιλική στην ανάπτυξη πολιτική και να κατευθυνθεί μεγαλύτερο μερίδιο των κοινωνικών δαπανών σε ομάδες, που απειλούνται περισσότερο με φτώχεια». 

Και δίνουν ορισμένα παραδείγματα για αυτό. Το πρώτο αφορά τη ρύθμιση των 120 δόσεων, για την οποία η ένσταση είναι ότι δεν προβλέπονται αρκετά ισχυρά κριτήρια ώστε να εξακριβώνεται ότι θα ωφεληθούν αυτοί που πραγματικά έχουν ανάγκη και όχι και οι στρατηγικοί κακοπληρωτές. Θεωρούν δε ότι η διάρκεια της ρύθμισης είναι υπερβολικά μεγάλη. 

Για την «13η σύνταξη» επισημαίνεται ότι ανατρέπει εν μέρει μέτρα του 2012 και του 2016 χωρίς και πάλι να είναι ένα μέτρο, που θα μπορουσε να ωφελήσει ουσιαστικά και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. «Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, οι οποίες είναι ήδη οι υψηλότερες στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ» διαμηνύει η Κομισιόν Επικρίνει δε την επιλογή να δοθεί έμφαση στους συνταξιούχους, αντί στους νέους, γράφοντας χαρακτηριστικά πως η πολιτική αυτή «δεν συνάδει με τα μέτρα, που υιοθετήθηκαν στον προϋπολογισμό του 2019 και κατευθύνουν μεγαλύτερο μερίδιο των κοινωνικών κονδυλίων προς τους νέους και τους εργαζόμενους σε υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας». 

Αδυναμία ανταγωνιστικότητας και εξαγωγών

Η αναποτελεσματικότητα των παροχών έρχεται να προστεθεί σε μακροχρόνια αγκάθια, που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία, όπως οι φτωχές επιδόσεις στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας. «Παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα. Αυτό αποτυπώνεται και στη στασιμότητα ή και την ελαφρά επιδείνωση της κατάταξης σε δείκτες όπως αυτός της Διευκόλυνσης του Επιχειρείν της Παγκόσμιας Τράπεζας. 

Η ανταγωνιστικότητα πέραν του πεδίου των τιμών παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, με την Ελλάδα μεταξύ 190 χωρών στη σχετική λίστα έχοντας υποωρήσει από την 61η θέση το 2016, αναφέρει η έκθεση. Η επίδοση στο δείκτη ανταγωνιστικότητας του IMD είναι επίσης απογοητευτική (57η μεταξύ 63 χωρών) θυμίζει και ζητεί άμεσα μέτρα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Στα μείον και η χαμηλή παραγωγικότητα, η οποια θα μπορούσε σύμφωνα με την Κομισιόν να αντιμετωπιστεί με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που θα εξασφάλιζαν επίσης ένα πιο φιλικό στις επιχειρήσεις περιβάλλον. 

Περισσότερα πρέπει να γίνουν και στο μέτωπο των εξαγωγών ξεκαθαρίζει η Κομισιόν. Και σε αυτή την επισήμανση φαίνεται να την δικαιώνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο, τα οποία έδειξαν ότι το πρώτο τρίμηνο οι εισαγωγές αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από τις εισαγωγές. Μάλιστα εάν εξαιρέσουμε τις υπηρεσίες (δηλαδή πρωτίστως τον τουρισμό) οι εξαγωγές αγαθών κατέγραψαν πτώση τους πρώτους μήνες του έτους. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 0,7%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 8,7%. Έτσι, το ΑΕΠ κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο έχασε ένα πολύ ισχυρό «στήριγμα» που υπήρχε στην αντίστοιχη περσινή περίοδο. Πέρυσι, στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου, οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί κατά 8,6% στο πρώτο τρίμηνο και τώρα ο ρυθμός έχει πέσει κάτω από το μισό. 

naftemporiki.gr