Από την έντυπη έκδοση
Σε υποχρεωτικές διευθετήσεις δημόσιου χρέους και πρωτογενών πλεονασμάτων οδηγούν οι αστοχίες, αλλά και οι εφιαλτικές προοπτικές των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας και η επανεξέταση των προοπτικών και των στόχων προϋπολογισμού και δημόσιου χρέους από την ελληνική πλευρά και τους εταίρους είναι επιτακτική.
Ενδεικτικό είναι πως οι πληρωμές τόκων το έτος 2022 εκτοξεύονται στα επίπεδα των 24,5 δισ. ευρώ(!), ο κρατικός προϋπολογισμός πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα άνω των 9 δισ. ευρώ ετησίως από το 2016 και μετά, ενώ το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2014 έκλεισε στο 178% του ΑΕΠ.
Εντονος είναι ο προβληματισμός που αναπτύσσεται το τελευταίο διάστημα, ειδικά για το δημόσιο χρέος, από ξένους αναλυτές, αλλά και στους κόλπους των εταίρων, που σημαίνει πως προετοιμάζονται για αλλαγές στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η έκταση των αλλαγών θα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο θα δίνει το «παρών» και στη νέα αυτή φάση.
Μεταξύ των δράσεων που προτείνονται είναι το νέο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και ειδικά των δανείων της Ευρωζώνης, αλλά το απορρίπτει η Γερμανία που έχει καταβάλει και τα περισσότερα δάνεια και έχει βαρύνοντα λόγο στην όλη διαδικασία, όπως άλλωστε και άλλοι εταίροι.
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, το σενάριο που προκρίνεται είναι η επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων και η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων, που έχουν μικρότερο κόστος για τους δανειστές, αλλά ενδεχομένως σημαντικά οφέλη για την Ελλάδα, εάν οι αποφάσεις των εταίρων είναι δραστικές.
Υπενθυμίζεται πως οι εταίροι, τον Νοέμβριο το 2012, δεσμεύτηκαν πως εάν η Ελλάδα επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα και εξακολουθεί να τηρεί τους όρους του προγράμματος, θα προβούν σε νέα μέτρα μείωσης του ελληνικού χρέους, με το ΔΝΤ να εισηγείται παρασκηνιακά πιο δραστικές λύσεις, όπως το «κούρεμα».
Ωστόσο, η νέα διαπραγμάτευση θα είναι σαρωτική, αφού δεν θα περιοριστεί μόνο στο χρέος αλλά θα επεκταθεί και στους προϋπολογισμούς των επόμενων ετών.
Οι δημοσιονομικές αβεβαιότητες, τα περιορισμένα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων και οι υποτονικές αναπτυξιακές προοπτικές είναι οι παράγοντες που πυροδοτούν τις συζητήσεις για νέα διευθέτηση του χρέους, αναγνωρίζοντας πως οι τρέχουσες προοπτικές δεν εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του.
Το 2010 η χώρα εντάχθηκε στο μνημόνιο, λόγω του δημοσιονομικού αδιεξόδου στο οποίο περιήλθε, με το δημόσιο χρέος να ανέρχεται στο 133% ή στο 146% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τη νεότερη αποτίμηση.
Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα, στο τέλος του 2014, το χρέος εκτινάσσεται στο 178% του ΑΕΠ, λόγω της συνεχιζόμενης παραγωγής ελλειμμάτων αλλά και κυρίως της μείωσης του ΑΕΠ, το οποίο στην ίδια περίοδο απώλεσε 47,2 δισ. ευρώ (από 226,2 δισ. ευρώ το 2010 μειώθηκε σε 178,97 το 2014).
Βρίσκεται δηλαδή σε μια υψηλή αφετηρία, από την οποία πρέπει σταδιακά να υποχωρήσει προς το 120% του ΑΕΠ, ποσοστό που θεωρείται όριο βιωσιμότητας.
Αξίζει να σημειωθεί πως για το 2014 το χρέος Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω της αναθεώρησης του ύψους του ΑΕΠ από την Ελληνική Στατιστική Αρχή τον περασμένο Οκτώβριο, το οποίο βρέθηκε χαμηλότερο των μέχρι πρότινος δεδομένων.
Ειδικότερα το ύψος του χρέους το 2014 είχε εκτιμηθεί σε 318.600 εκατ. ευρώ, η νεότερη εκτίμηση το προσδιορίζει σε οριακά χαμηλότερα επίπεδα σε 318.000 εκατ. ευρώ, αλλά η μείωση του ΑΕΠ το ίδιο έτος, κατά 3,3 δισ. ευρώ (σε 178.870 εκατ. ευρώ, έναντι 182.231 εκατ. ευρώ), αυξάνει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ κατά 2,9% και συγκεκριμένα στο 177,7%, από 174,8% που ανέφερε η προηγούμενη εκτίμηση.
Καθίσταται έτσι ακόμη δυσκολότερη η πορεία μείωσης του χρέους, ενώ η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει τον κίνδυνο που ενέχουν οι αβεβαιότητες, καθώς είναι αρκετή μια απόκλιση σε μία παράμετρο του σεναρίου βιωσιμότητας να ανατρέψει το στόχο.
Η αύξηση του χρέους λόγω του ΑΕΠ ανατρέπει και το σενάριο βιωσιμότητας που είχε καταρτίσει τον περασμένο Ιούνιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η τρόικα, αμέσως μετά την επανάληψη την συζητήσεων με την ελληνική κυβέρνηση και με βάση το αίτημα για τη διευθέτηση του χρέους, θα συντάξει νέα έκθεση βιωσιμότητας, η οποία θα είναι δυσμενέστερη σε σύγκριση με την υφιστάμενη.
Με βάση την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος, θα διαμορφωνόταν το 2014 στο 174,2% του ΑΕΠ αλλά τελικά αυξήθηκε στο 177,7% του ΑΕΠ, θα υποχωρήσει στο 171% του ΑΕΠ το 2015, στο 160,5% το 2016, το 2020 θα διαμορφωθεί στο 17,7% του ΑΕΠ και το 2022 στο 117,2% του ΑΕΠ.
Εφόσον η βάση εκκίνησης είναι χειρότερη, ασφαλώς επιβαρύνεται το νέο σενάριο βιωσιμότητας, πόσο μάλλον όταν είναι αρνητικές και οι προοπτικές των υπόλοιπων παραμέτρων.
Αξιοσημείωτο είναι πως το βασικό σενάριο βιωσιμότητας του χρέους, που καταρτίστηκε τον Νοέμβριο του 2012, προέβλεπε μείωση του χρέους στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και πολύ κάτω από το 110% του ΑΕΠ το 2022.
Διευθέτηση χρειάζονται και οι πληρωμές τόκων, οι οποίοι μετά το 2020 θα είναι υψηλότεροι από τα χρεολύσια(!), καθώς ήδη από το 2012 αναβάλλονται πληρωμές για την επόμενη δεκαετία.
Πρόκειται για την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012, που προέβλεπε μεταξύ των άλλων την αναβολή πληρωμών τόκων για μια δεκαετία για τα δάνεια του EFSF, καθώς επίσης και την επιμήκυνση των λήξεων των συγκεκριμένων δανείων κατά επιπλέον 15 χρόνια.
Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα δεν καταβάλλει τόκους για την εξυπηρέτηση των δανείων του EFSF από τα τέλη του 2012 και για μια δεκαετία από την ημερομηνία εκταμίευσης κάθε δόσης από τα δάνεια του EFSF (όχι του ΔΝΤ).
Στο πλαίσιο αυτό, οι υποχρεώσεις για πληρωμές τόκων αυξάνονται δραματικά από το 2021 μέχρι και το 2026.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που αναγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2015 – 2018, οι τόκοι που αναβάλλονται κάθε χρόνο φτάνουν μέχρι και σε 3,7 δισ. ευρώ, ετησίως.
Ειδικότερα γίνεται διάκριση μεταξύ τόκων σε ταμειακή βάση, δηλαδή αυτών που καταβάλλονται (για τα υπόλοιπα ομόλογα και δάνεια) και των «δεδουλευμένων τόκων», δηλαδή αυτών που πραγματικά αναλογούν στα ομόλογα και στα δάνεια του ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι είναι και υψηλότεροι.
Ειδικότερα:
* Το έτος 2013 οι τόκοι που έπρεπε να καταβληθούν ήταν 7.606 εκατ. ευρώ, αλλά με τη διευκόλυνση των δανειστών καταβλήθηκαν 6.044 εκατ. ευρώ και μεταφέρθηκαν στο μέλλον τόκοι ύψους 1.562 εκατ. ευρώ.
* Το 2014 οι τόκοι που έπρεπε να καταβληθούν ήταν 8.100 εκατ. ευρώ, αλλά καταβλήθηκαν 5.900 εκατ. ευρώ και μεταφέρθηκαν στο μέλλον 2.200 εκατ. ευρώ.
* Το 2015 οι τόκοι που αναλογούν είναι 9.200 εκατ. ευρώ, αλλά θα καταβληθούν 6.100 και θα μεταφερθούν για την επόμενη δεκαετία πληρωμές ύψους 3.100 εκατ.
* Το 2016 οι τόκοι που αναλογούν είναι 9.400 εκατ. ευρώ, αλλά θα καταβληθούν 6.600 εκατ. ευρώ και θα μεταφερθούν στο μέλλον τόκοι ύψους 2.800 εκατ. ευρώ.
* Το 2017 οι τόκοι που αναλογούν υπολογίζονται σε 10.600 εκατ., αλλά θα καταβληθούν 6.900 εκατ. ευρώ και θα μεταφερθούν στο μέλλον πληρωμές 3.700 εκατ.
* Το 2018 οι τόκοι που αναλογούν φτάνουν στο ποσό των 11.000 εκατ. ευρώ, αλλά οι πληρωμές θα είναι μόνο 6.900 εκατ. ευρώ και θα μεταφερθούν για την επόμενη δεκαετία τόκοι ύψους 3.700 εκατ.
Συνολικά, δηλαδή, μόνο στην περίοδο 2013-2018 οι αναβολές πληρωμής τόκων ξεπερνούν τα 17 δισ.
Με τη διαδικασία αυτή εμφανίζεται τεχνικά μειωμένο το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού όλων των ετών αυτών, αφού δεν συμπεριλαμβάνονται πληρωμές τόκων ύψους από 1,6 μέχρι και 3,7 δισ. ετησίως.
Παράδειγμα, ο προϋπολογισμός του 2015, όπως ψηφίστηκε, θα εμφανίσει έλλειμμα ύψους 0,2% του ΑΕΠ ή 338 εκατ.
Με την προσθήκη των αναβαλλόμενων τόκων (3.100 εκατ.), το πραγματικό έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2015 είναι 3.430 εκατ. ή 1,9% του ΑΕΠ.
Σημειώνεται πάντως πως η προσθαφαίρεση των τόκων δεν επηρεάζει το πρωτογενές αποτέλεσμα, για την εξαγωγή του οποίου δεν υπολογίζονται οι πληρωμές τόκων.
Ειδικότερα, με βάση τις επίσημες εκτιμήσεις του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους:
* Οι πληρωμές τόκων του έτους 2021 διαμορφώνονται σε 10.956 εκατ., ενώ οι πληρωμές χρεολυσίων είναι λιγότερες, 7.169 εκατ.
* Το 2022 οι πληρωμές τόκων εκτινάσσονται στο ποσό των 24.489 εκατ. ευρώ και τα χρεολύσια θα είναι 8.873 εκατ. ευρώ. Συνολικά η εξυπηρέτηση του χρέους θα απαιτήσει 33.362 εκατ. ευρώ.
* Το 2023 οι πληρωμές τόκων διαμορφώνονται σε 17.551 εκατ. ευρώ και τα χρεολύσια σε 11.186 εκατ. ευρώ.
* Το 2024 οι τόκοι υποχωρούν σε 13.641 εκατ. και τα χρεολύσια διαμορφώνονται σε 10.864 εκατ.
* Το 2025 και 2026 οι τόκοι μειώνονται περαιτέρω σε 9.030 και 8.642 εκατ. αντίστοιχα, αλλά εξακολουθούν να είναι υψηλότεροι από τα χρεολύσια, που θα είναι αντίστοιχα 8.795 και 8.569 εκατ.
Συνολικά στην εξαετία 2021 – 2026 οι πληρωμές τόκων φτάνουν στο ποσό των 84,3 δισ. ευρώ, ενώ οι πληρωμές χρεολυσίων σε 55,5 δισ. Στην περίοδο 2020 – 2030 οι πληρωμές τόκων φτάνουν στο ποσό των 120,8 δισ. ευρώ και των χρεολυσίων σε 93,7 δισ. ευρώ.
Προκειμένου να βγει στα χαρτιά το πρόγραμμα, τρόικα και κυβέρνηση έθεσαν υψηλούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, οι οποίοι θεωρούνται τώρα πως δεν είναι επιτεύξιμοι, κυρίως επειδή έχει εξαντληθεί η φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών.
Στόχος των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων ήταν η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Ομως ο πήχης τέθηκε πολύ υψηλά και αναγνωρίζεται τώρα από όλους ότι δύσκολα επιτυγχάνονται οι στόχοι, οπότε θα πρέπει να επανεξεταστούν όχι μόνο οι στόχοι των αποτελεσμάτων του προϋπολογισμού αλλά και το σενάριο βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Το πρόβλημα είναι η πορεία εφαρμογής του προϋπολογισμού, η οποία δείχνει πως δεν μπορεί να παράγει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, με την οικονομία να βρίσκεται σε ύφεση για μια εξαετία ή έστω σε οριακή ανάκαμψη.
Οταν κάθε μήνα προστίθενται νέα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ, υπάρχει ζήτημα, το οποίο θα οδηγήσει στην επανεξέταση της φορολογικής πολιτικής, καθώς οι φόροι που έχουν επιβληθεί δεν μπορούν να εισπραχθούν, αφού νοικοκυριά και επιχειρήσεις αδυνατούν να τα αποπληρώσουν.
Στο σκέλος των δαπανών, μέχρι τώρα έχει επιλεγεί η εύκολη λύση της περικοπής των συνταξιοδοτικών δαπανών και όχι οι διαρθρωτικές αλλαγές στον δημόσιο τομέα, που θα τις περιόριζαν σε μόνιμη βάση.
Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένες τις προθέσεις των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία στις προσεχείς εκλογές, για φορολογικές μειώσεις, η αναθεώρηση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι απαραίτητη.
Διαφορετικά, εάν παραμείνουν οι ίδιοι στόχοι, όχι μόνο δεν υπάρχουν περιθώρια για ελαφρύνσεις, αλλά θα υποχρεωθούν να αυξήσουν τους υφιστάμενους ή να επιβάλουν νέους φόρους.
Οι επτά παράγοντες που σύμφωνα με το ΔΝΤ επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του χρέους
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του χρέους είναι:
1. Οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ. Εάν είναι χαμηλότεροι από τις προβλέψεις, το πρωτογενές ισοζύγιο βελτιώνεται πιο αργά και η ασθενέστερη δημοσιονομική προοπτική οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια.
Στην περίπτωση αυτή, ο δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Εάν μάλιστα το ΑΕΠ αυξηθεί με ρυθμό χαμηλότερο των προβλέψεων κατά 1% κάθε χρόνο μέχρι το 2020, το χρέος τότε (το 2020) θα είναι υψηλότερο κατά 10 μονάδες του ΑΕΠ.
2. Πρωτογενή πλεονάσματα: Η βιωσιμότητα του χρέους θα τεθεί σε κίνδυνο εάν τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι χαμηλότερα των προβλέψεων.
Το πρόγραμμα προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3% το 2015 και από το 2016 και μετά 4,5% του ΑΕΠ ή πάνω από 9 δισ. ευρώ, στόχοι που θεωρούνται αδύνατο να επιτευχθούν.
Το ΔΝΤ θεωρεί πως αν το πρωτογενές ισοζύγιο παραμείνει στο 2,5% του ΑΕΠ από το 2015 και μετά, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα υποχωρήσει πολύ πιο αργά, ενώ θα αυξηθούν και οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες.
3. Επιτόκιο: Αν το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους αυξηθεί κατά 200 μ.β. πάνω από τον στόχο, απειλείται η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
4. Οι αποκλίσεις στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων. Εάν τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων είναι κατά 50% μικρότερα των προβλεπόμενων, θα υπάρξει επιβάρυνση του χρέους κατά τέσσερις μονάδες του ΑΕΠ.
Η υστέρηση των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις είναι ο κανόνας πλέον.
5. Το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος, που σήμερα είναι 233% του ΑΕΠ, προβλέπεται να μειωθεί σε περίπου 160% το 2020. Μακροοικονομικές κρίσεις και οι αποκλίσεις πολιτικής θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρνητική δυναμική.
6. Μεγαλύτερα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Μια αργή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που προκύπτει από την καθυστέρηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και να επιδεινώσει τις βασικές προβλέψεις του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά περίπου 1,5% του ΑΕΠ ετησίως.
Ο λόγος του χρέους θα παραμείνει σε πτωτική πορεία, αλλά θα είναι 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος σε σχέση με την αρχική τιμή (στόχο) κατά το 2020.
7. Ο αποπληθωρισμός: Μείωση του πληθωρισμού κατά 1% από τον στόχο θα οδηγήσει σε επιβάρυνση του λόγου χρέους/ΑΕΠ κατά πέντε μονάδες.
Οι στόχοι του Μεσοπρόθεσμου
Οι στόχοι του Μεσοπρόθεσμου (δηλαδή της κυβέρνησης και της τρόικας) για τα πρωτογενή αποτελέσματα των επομένων ετών είναι:
* Για το 2014 το μνημόνιο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,5% του ΑΕΠ ή 2.733 εκατ. ευρώ. Η κυβέρνηση τον Νοέμβριο εκτίμησε πως το πλεόνασμα σε «όρους τρόικας» θα ήταν υψηλότερο, στο 1,8% του ΑΕΠ, αλλά μετά την καταστροφική επίδοση του Δεκεμβρίου μόλις και μετά βίας θα διαμορφωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ, χωρίς να αποκλείονται και δυσάρεστες εκπλήξεις με την οριστικοποίηση των μεγεθών τον προσεχή Μάρτιο.
* Για το 2015 ο στόχος του μνημονίου είναι για πλεόνασμα της τάξης του 3% του ΑΕΠ ή 5.648 εκατ. ευρώ. Η τρόικα μέχρι και τον Δεκέμβριο που είχε επαφές με το υπουργείο Οικονομικών εκτιμούσε πως, όπως εξελίσσονται τα μεγέθη του προϋπολογισμού, δεν θα επιτυγχάνονταν οι στόχοι και ζήτησε επιπλέον μέτρα ύψους 2,5 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση μέσω του περίφημου e-mail του υπ. Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη πρότεινε μέτρα περίπου 950 εκατ. ευρώ, αλλά και υπόσχεση για τη λήψη πρόσθετων μέτρων τον Ιούλιο, εάν οι στόχοι του προϋπολογισμού αποτύχουν.
Οι ελεγκτές τα απέρριψαν και επέμειναν στα 2,5 δισ. ευρώ, που η κυβέρνηση αδυνατούσε να λάβει, και οδηγηθήκαμε στις εκλογές.
Επίσης, οι στόχοι του 2015, στηρίζονται και στην εκτίμηση πως το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,9%, αλλά ήδη εκφράζονται αμφιβολίες.
Με τα δεδομένα αυτά, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η στάση των ελεγκτών μετά τις εκλογές, αφού στο κενό που διαπίστωσαν προεκλογικά προστέθηκαν και οι αστοχίες του Δεκεμβρίου, οι οποίες ακόμη δεν έχουν αποτιμηθεί στην πραγματική τους έκταση.
* Για το 2016 ο στόχος του μνημονίου είναι η επίτευξη πλεονάσματος ύψους 4,5% του ΑΕΠ ή 8.882 εκατ. ευρώ.
* Για το 2017 ο στόχος του μνημονίου είναι το πλεόνασμα να ανέλθει σε 4,5% του ΑΕΠ ή σε 9.312 εκατ. ευρώ.
* Για το 2018 ο στόχος του μνημονίου είναι το πλεόνασμα να διαμορφωθεί στο 4,2% του ΑΕΠ ή σε 9.108 εκατ. ευρώ.
ΠΑΝΟΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ – [email protected]