Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Αδυναμία να στηρίξει τα εκκοκκιστήρια της χώρας εμφανίζει η ελληνική κλωστοϋφαντουργία, λόγω κυρίως της μεγάλης εισαγωγικής διείσδυσης έτοιμων ενδυμάτων, ενώ η χαμηλή ρευστότητα και η δυσχερής πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό αυξάνει το κόστος της διακράτησης αποθεμάτων και έχει ως συνέπεια καθυστερήσεις στις πληρωμές των βαμβακοκαλλιεργητών που με τη σειρά τους εγκαταλείπουν την παραγωγή – οι προβλέψεις για την περίοδο 2016/17 αναφέρουν ότι οι εκτάσεις βάμβακος θα υποχωρήσουν κάτω από 2,5 εκατ. στρέμματα, μετά τη μείωση κατά 8% (στα 2,55 εκατ. στρέμματα) την περίοδο 2015/2016, όπως δείχνει κλαδική μελέτη της IBHS Ιnfobank Hellas.
Σύμφωνα με τον Αλέξη Νικολαΐδη, Economic Research & Sectorial Studies Senior Analyst, που εκπόνησε τη μελέτη για τον εγχώριο κλάδο της εκκόκκισης βάμβακος, η πτώση της περασμένης χρονιάς σχετίζεται με την ενίσχυση των τιμών παραγωγού στο σκληρό σιτάρι από 22 λεπτά το κιλό τον Ιούνιο του 2014 στα 26 λεπτά το κιλό τον Φεβρουάριο του 2015, γεγονός που προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών παραγωγών, ιδίως στη Θεσσαλία.
Παράλληλα, οι συνεχείς βροχοπτώσεις που σημειώθηκαν την περίοδο της συγκομιδής προκάλεσαν στις καλλιέργειες σημαντικές καταστροφές, με συνέπεια την απώλεια εισοδήματος για τους παραγωγούς. Έτσι, οι στρεμματικές αποδόσεις φέτος είναι αρκετά χαμηλότερες, ενώ η προβληματική συλλογή του προϊόντος έχει αρνητική επίπτωση τόσο στην παραγωγή όσο και στην ποιότητα. Χαρακτηριστικά, ενώ οι αρχικές εκτιμήσεις στα τέλη Αυγούστου οριοθετούσαν τη φετινή παραγωγή εκκοκκισμένου βάμβακος σε 250.000 τόνους, πλέον διαμορφώνονται σε επίπεδο λίγο μεγαλύτερο των 200.000 τόνων, έναντι 280.000 τόνων την προηγούμενη περίοδο (υποχώρηση 26%).
Η «τάση φυγής» των παραγωγών από την καλλιέργεια βάμβακος αποδίδεται πάντως και σε μια σειρά άλλους παράγοντες:
* στην αύξηση του κόστους παραγωγής κατά 30%
* στην προβλεπόμενη αύξηση του κόστους ενέργειας (ηλεκτρικό ρεύμα και πετρέλαιο) κατά 40%
* στις υψηλές δαπάνες που συνεπάγεται η φροντίδα των καλλιεργειών
* στην επικείμενη αύξηση της φορολογίας των αγροτών
* στην παροχή συνδεδεμένης ενίσχυσης των 68 ευρώ στους παραγωγούς με ελάχιστη παραγωγή 140 κιλά, έναντι των 206 κιλών που ίσχυε μέχρι και την προηγούμενη περίοδο, γεγονός που θα αυξήσει τους δικαιούχους και θα μειώσει το ποσό που θα διατεθεί.
Επιπροσθέτως, μετά τις διακοπές στη συγκομιδή λόγω των βροχοπτώσεων, η χρονιά «άνοιξε» με τις τιμές του σύσπορου να παραμένουν ανοιχτές για πρώτη φορά ακόμα και στα τέλη Νοεμβρίου, κοντά στο επίπεδο των 45 λεπτών το κιλό (εξαιρουμένων κάποιων μεμονωμένων περιοχών), με τα εκκοκκιστήρια να βασίζουν τις προσφερόμενες τιμές στο ζήτημα της ποιότητας. Όμως, σε αρκετές περιπτώσεις, σύμφωνα με τους καλλιεργητές, το κόστος παραγωγής δεν καλύφθηκε. Πάντως, οι τιμές του βάμβακος τους τελευταίους μήνες του 2015 αντιστάθηκαν στη γενικότερη πτώση των εμπορευμάτων, οι τιμές των οποίων μειώνονταν λόγω των αρνητικών εξελίξεων στην οικονομία της Κίνας. Θετική παράμετρο για τις τιμές αποτέλεσε η ισχυροποίηση του δολαρίου καθώς και οι χαμηλότερες αποδόσεις.
Οι εξαγωγές
Οι εξαγωγές εκκοκκισμένου βάμβακος την περίοδο 2014/15 διαμορφώθηκαν σε 254.000 τόνους (90% του παραχθέντος όγκου), ποσότητα οριακά αυξημένη σε σχέση με την προηγούμενη καλλιεργητική χρονιά.
Γενικά, η εξαγωγική δραστηριότητα σε όρους όγκου παρουσιάζει σημαντικές αυξομειώσεις διαχρονικά. Πάντως, την τρέχουσα περίοδο το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας εκτιμάει ότι οι εξαγωγές βάμβακος της χώρας θα υποχωρήσουν σημαντικά στο επίπεδο των 196.000 τόνων (-23%), λόγω των απωλειών που εμφανίζει ο όγκος παραγωγής.
Οι εξαγωγές ελληνικού βάμβακος στην Τουρκία στις αρχές της φετινής περιόδου επηρεάστηκαν αρνητικά από την αποσταθεροποίηση της τουρκικής οικονομίας, το ρευστό πολιτικό σκηνικό και η υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου.
Σημειώνεται ότι από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο τα κλωστήρια της γειτονικής χώρας αγόραζαν σημαντικές ποσότητες φθηνής βραζιλιάνικης σοδειάς, τάση που μετριάστηκε προς τα τέλη του 2015. Έτσι, κατά το διάστημα αυτό οι προπωλήσεις των εγχώριων εκκοκκιστηρίων ήταν αρκετά χαμηλότερες σε σχέση με προηγούμενες περιόδους, με το μεγαλύτερο μάλιστα μέρος των ποσοτήτων να αγοράζεται από διεθνείς εμπορικούς οίκους και όχι από τουρκικές κλωστοϋφαντουργικές εταιρείες.
Πάντως, οι πολιτικές συνθήκες στην Τουρκία σταθεροποιήθηκαν και πολλές κλωστοϋφαντουργίες προέβησαν σε αγορές ελληνικού βάμβακος, καταβάλλοντας μάλιστα σημαντικά βελτιωμένες τιμές.
Χρηματοοικονομική ανάλυση του κλάδου
Σύμφωνα με χρηματοοικονομική ανάλυση του κλάδου, για την πιο πρόσφατη χρήση 1/7/2014 – 30/6/2015, ο κύκλος εργασιών 25 εταιρειών εκκόκκισης το 2015 υποχώρησε κατά 3%, στα 545,69 εκατ. ευρώ, καθώς οι βροχοπτώσεις που σημειώθηκαν είχαν αρνητική επίπτωση στον όγκο παραγωγής, αλλά και στην ποιότητα του προϊόντος. Οι 18 από τις 25 επιχειρήσεις υπέστησαν κάμψη πωλήσεων, με μέση μείωση κύκλου εργασιών 15,2% ανά εταιρεία. Αντιθέτως τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 40%, στα 54 εκατ. ευρώ. Συνολικά 22 εταιρείες εκκόκκισης είχαν λειτουργικά κέρδη, ενώ οι 14 από αυτές αύξησαν τα κέρδη προ τόκων φόρων και αποσβέσεων του 2013. Επιπλέον, 18 επιχειρήσεις εμφάνισαν προ φόρων κέρδη, με 9 να σημειώνουν άνοδο, 4 πτώση και άλλες 5 να προέρχονται από ζημιές. Συγχρόνως, 5 από τις 9 ζημιογόνες εταιρείες περιόρισαν τα αρνητικά τους αποτελέσματα.
Προβλέψεις
Εκπρόσωποι των βαμβακοπαραγωγών εκτιμούν ότι την περίοδο 2016/17 οι εκτάσεις του βάμβακος θα υποχωρήσουν σε επίπεδο χαμηλότερο των 2,5 εκατ. στρεμμάτων, καθώς οι καλλιεργητές θα εξακολουθήσουν να στρέφονται στο σκληρό σιτάρι λόγω των σαφώς πιο ικανοποιητικών τιμών, αλλά και των λιγότερων εισροών που απαιτούνται. Σύμφωνα με την κα Μαρία Μεταξογένη, διευθύνουσα σύμβουλο της IBHS (στη φωτογραφία), «οι μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου ευνοούνται από την τάση συγκέντρωσης που έχει ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται. Οι μικρότερες επιχειρήσεις, μην έχοντας πλέον τη δυνατότητα να λειτουργούν αυτόνομα λόγω των αρνητικών συνθηκών που επικρατούν στη διεθνή αγορά και της χαμηλής τους ρευστότητας, ενοικιάζουν τις εγκαταστάσεις τους σε πιο ανθεκτικές εταιρείες εκκόκκισης, οι οποίες τις αξιοποιούν για λογαριασμό τους, ή δραστηριοποιούνται στην παροχή υπηρεσιών φασόν».
Σημαντικότερα προβλήματα
Η μελέτη συνοψίζει τα σημαντικότερα προβλήματα της αγοράς ως εξής:
* Τα εγχώρια εκκοκκιστήρια δεν έχουν ευχερή πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την παραγωγή τους, γεγονός που προκαλεί χαμηλή ρευστότητα. Πλέον, αρκετές μικρές επιχειρήσεις αδυνατούν να συνεχίσουν ομαλώς τη λειτουργία τους, με αποτέλεσμα να εκχωρούν τα εκκοκκιστήριά τους προς ενοικίαση σε μεγαλύτερες εταιρείες, ή να προσφέρουν εργασίες φασόν. Συνεπώς, ορισμένες εταιρείες ουσιαστικά έχουν αδρανοποιηθεί, εμφανίζοντας σημαντική πτώση εσόδων, γεγονός που εντείνει την τάση συγκέντρωσης του κλάδου σε λίγους μεγάλους ομίλους.
* Χωρίς τραπεζική υποστήριξη, η διακράτηση των αποθεμάτων καθίσταται ιδιαίτερα κοστοβόρος, από τη στιγμή που τα εκκοκκιστήρια πρέπει να τηρούν στάση αναμονής έως ότου βελτιωθούν οι τιμές.
* Τα προβλήματα ρευστότητας δεν επιτρέπουν την άμεση αποπληρωμή των βαμβακοκαλλιεργητών, πρόβλημα που εντείνεται από το μεγάλο φέτος χρονικό διάστημα ρευστοποίησης του προϊόντος. Χαρακτηριστικά, οι τιμές φέτος κατά την περίοδο συγκομιδής παρέμεναν ανοιχτές έως και τα τέλη Νοεμβρίου, με συνέπεια αρκετοί παραγωγοί να παραμένουν απλήρωτοι.
* Η ελληνική κλωστοϋφαντουργία δεν μπορεί πλέον να στηρίξει τα εκκοκκιστήρια της χώρας, αφού η μεγάλη εισαγωγική διείσδυση έτοιμων ενδυμάτων έχει προκαλέσει διαχρονική και σημαντική κάμψη της παραγωγής και κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων του κλάδου, ακόμα και μεγάλου μεγέθους. Παράλληλα, η απουσία τραπεζικής δανειοδότησης δυσχεραίνει περαιτέρω την ήδη προβληματική λειτουργία των κλωστηρίων, ενώ εκπρόσωποι των εταιρειών τονίζουν και τα υψηλά επιτόκια δανεισμού. Επιπλέον, ο κλάδος είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένος από το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο διαμορφώνεται σε διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου επίπεδο, επηρεάζοντας αρνητικά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και βιωσιμότητα των κλωστοϋφαντουργικών μονάδων.