Skip to main content

Τι έφερε την ανάπτυξη στο α’ τρίμηνο

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Η αυξημένη κατανάλωση των νοικοκυριών συγκριτικά με το α’ τρίμηνο του 2016, αλλά και η τόνωση των επενδύσεων ήταν οι δύο βασικοί λόγοι για τους οποίους το ΑΕΠ κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2017 μεταβλήθηκε και πάλι με θετικό πρόσημο.

Αντίθετα, «βαρίδι» αποτέλεσε το εμπορικό ισοζύγιο, καθώς η σημαντική αύξηση των εξαγωγών υπερκαλύφθηκε από την κατακόρυφη άνοδο των εισαγωγών που είχε αποτέλεσμα να διευρυνθεί το έλλειμμα στις εμπορικές συναλλαγές.

Με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή, το ΑΕΠ σε όρους όγκου κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 παρουσίασε αύξηση κατά 0,4% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2016.

Πρόκειται για σημαντική «στροφή», καθώς στις αρχές Μαΐου η ΕΛΣΤΑΤ είχε ανακοινώσει ότι το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,5% συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.

Σε απόλυτο αριθμό, το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στα 46,128 δισ. ευρώ έναντι 45,928 δισ. ευρώ. Συγκριτικά με τα όσα είχαν ανακοινωθεί στις αρχές Μαΐου, το ΑΕΠ «αυξήθηκε» κατά 368 εκατ. ευρώ, καθώς με βάση την ανακοίνωση της 15ης Μαΐου το ΑΕΠ του α’ τριμήνου είχε εκτιμηθεί στα 45,76 δισ. ευρώ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι «διορθώθηκε» και ο παρονομαστής, δηλαδή το ΑΕΠ του α’ τριμήνου του 2016: από τα 45,994 δισ. ευρώ που είχε εκτιμηθεί στις 15 Μαΐου προσδιορίστηκε εκ νέου στα 45,928 δισ. ευρώ, δηλαδή 66 εκατ. ευρώ χαμηλότερα.

Όσο μικρότερος είναι ο παρονομαστής όμως, τόσο μεγαλύτερη εμφανίζεται η θετική μεταβολή.

Η ΕΛΣΤΑΤ κάθε φορά που προστίθεται ένα καινούργιο τρίμηνο στη χρονοσειρά επανυπολογίζει το ΑΕΠ των προηγούμενων τριμήνων, κάτι που σημαίνει ότι τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία αναθεωρούνται κάθε τρίμηνο.

Τα αναλυτικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής δείχνουν επομένως ότι ο λόγος για τον οποίο περάσαμε από την ύφεση στην ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να προκληθεί ανταλλαγή σκληρών ανακοινώσεων ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου και στην αξιωματική αντιπολίτευση, είναι μια «διόρθωση» των αρχικών εκτιμήσεων που είχαν γίνει στις 15 Μαΐου κατά 368 εκατ. ευρώ.

Η «διόρθωση» αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ελήφθησαν υπ’ όψιν στοιχεία τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα στις 15 Μαΐου.

Μεταξύ αυτών, η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει στην ανακοίνωσή της το ισοζύγιο πληρωμών του μηνός Μαρτίου και τα τριμηνιαία στοιχεία της έρευνας εργατικού δυναμικού ή του κύκλου εργασιών στον κλάδο των υπηρεσιών.

Μάλιστα, τα αναλυτικά στοιχεία δείχνουν και το πώς φτάσαμε στην ανάπτυξη του 0,4% συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Τα βασικά μεγέθη που «συγκρότησαν» το ΑΕΠ των 46,128 δισ. ευρώ κατά το 1ο τρίμηνο του 2017, διαμορφώθηκαν ως εξής:

1. Με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία (αλυσωτοί δείκτες όγκου με έτος αναφοράς το 2010), η τελική καταναλωτική δαπάνη ανήλθε στα 42,446 δισ. ευρώ έναντι 41,717 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016. Υπήρξε δηλαδή αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης κατά 729 εκατ. ευρώ.

2. Η αύξηση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης οφείλεται στα νοικοκυριά, καθώς και στα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που ενισχύουν τα νοικοκυριά. Η δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε στα 32,537 δισ. ευρώ έναντι 31,994 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016. Η αύξηση δηλαδή διαμορφώνεται στα 543 εκατ. ευρώ. Όσον αφορά την κατανάλωση των φορέων της γενικής κυβέρνησης, ανήλθε στα 9,925 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση της τάξεως των 97 εκατ. ευρώ συγκριτικά με την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2016. Ύστερα από αυτές τις μεταβολές, το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ ανήλθε στο πρώτο τρίμηνο στο 70,53% έναντι 69,66% που ήταν στο πρώτο τρίμηνο του 2016.

3. Αυξημένο ήταν και το μέγεθος του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου που ουσιαστικά αποτυπώνει την πορεία των επενδύσεων. Το σχετικό κονδύλι ανήλθε στα 6,375 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2017 έναντι 5,612 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016, με την αύξηση να ανέρχεται στα 763 εκατ. ευρώ. Σχεδόν το σύνολο της αύξησης προήλθε από τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου ο οποίος ανήλθε στα 5,415 δισ. ευρώ έναντι 4,87 δισ. ευρώ πέρυσι (αύξηση 545 εκατ. ευρώ)

4. Αρνητική ήταν η επίπτωση στο ΑΕΠ του ισοζυγίου και ειδικά του εμπορικού ισοζυγίου. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν αλλά η αύξηση των εισαγωγών ήταν πολύ μεγαλύτερη με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ελλείμματος. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 μετρήθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ στα 14,056 δισ. ευρώ έναντι 13,417 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016, σημειώνοντας αύξηση 639 εκατ. ευρώ. Από την άλλη, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών εκτοξεύτηκαν στα 16,26 δισ. ευρώ έναντι 14,657 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016, με την αύξηση να ανέρχεται στο 1,603 δισ. ευρώ.

Τρέχουσες τιμές

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε τρέχουσες τιμές, το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στα 43,96 δισ. ευρώ κατά το α’ τρίμηνο 2017 και κατέγραψε αύξηση 0,9% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2016 (43,57 δισ. ευρώ). Το ποσό αυτό προέκυψε ως εξής:

1. Όπως προκύπτει από τον υπολογισμό με την προσέγγιση του εισοδήματος, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας παρέμειναν περίπου στα ίδια επίπεδα με το α’ τρίμηνο του 2016 (14,777 δισ. ευρώ έναντι 14,731 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016).

Μεγάλη αύξηση σημειώθηκε στο μικτό εισόδημα (ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα) το οποίο διαμορφώθηκε στα 23,111 δισ. ευρώ έναντι 22,523 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016 (σ.σ.: αύξηση 588 εκατ. ευρώ). Οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών μειώθηκαν στα 7,104 δισ. ευρώ έναντι 7,368 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016, ενώ οι επιδοτήσεις (οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά το ΑΕΠ) μειώθηκαν στο 1,032 δισ. ευρώ έναντι 1,053 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016.

2. Η προσέγγιση της δαπάνης δείχνει αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών στα 31,576 δισ. ευρώ έναντι 30,676 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016 και σταθεροποίηση της δαπάνης των φορέων της γενικής κυβέρνησης στα 8,652 δισ. ευρώ (έναντι 8,635 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016). Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου έφτασε στα 5,082 δισ. ευρώ έναντι 4,55 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016, ενώ η μεταβολή των αποθεμάτων ήταν αρνητική κατά 517 εκατ. ευρώ, έναντι 369 εκατ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν στα 14,124 δισ. ευρώ έναντι 12,489 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016, ενώ οι εισαγωγές «φούσκωσαν» στα 15,474 δισ. ευρώ έναντι 12,781 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016.